συμπεριτυγχάνω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] (s. [[τυγχάνω]]), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] (s. [[τυγχάνω]]), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.
}}
{{bailly
|btext=se rencontrer avec, rencontrer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιτυγχάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπεριτυγχάνω''': [[περιτυγχάνω]], συναντῶ [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, νεανίσκοι [[τρεῖς]] κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.
|lstext='''συμπεριτυγχάνω''': [[περιτυγχάνω]], συναντῶ [[ὁμοῦ]] συγχρόνως, νεανίσκοι [[τρεῖς]] κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.
}}
{{bailly
|btext=se rencontrer avec, rencontrer en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιτυγχάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτυγχάνω Medium diacritics: συμπεριτυγχάνω Low diacritics: συμπεριτυγχάνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: symperitynchánō Transliteration B: symperitynchanō Transliteration C: symperitygchano Beta Code: sumperitugxa/nw

English (LSJ)

fall in with at the same time, τινι v.l. in X.An. 7.8.22.

German (Pape)

[Seite 986] (s. τυγχάνω), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.

French (Bailly abrégé)

se rencontrer avec, rencontrer en même temps.
Étymologie: σύν, περιτυγχάνω.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτυγχάνω: περιτυγχάνω, συναντῶ ὁμοῦ συγχρόνως, νεανίσκοι τρεῖς κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.

Greek Monolingual

Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριτυγχάνω: случайно наталкиваться, натыкаться (τινί Xen. - v.l. к συντυγχάνω).