τετράχυτρος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1100.png Seite 1100]] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1100.png Seite 1100]] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d'une contenance de quatre marmites.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[χύτρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετράχυτρος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον [[δῖος]] Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255. | |lstext='''τετράχυτρος''': -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον [[δῖος]] Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, made of four pots, τρυφάλεια Batr.255.
German (Pape)
[Seite 1100] vier Töpfe fassend, so weit wie vier Töpfe, Batrach. 258.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une contenance de quatre marmites.
Étymologie: τέσσαρες, χύτρα.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχυτρος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων χυτρῶν πεποιημένος, οὐδ’ ἔβαλε τρυφάλειαν ἀμύμονα καὶ τετράχυτρον δῖος Ὀριγανίων Βατραχομυομ. 255.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μπορεί να περιλάβει τέσσερεις χύτρες, δηλαδή ο πολύ ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χυτρος (< χύτρα)].
Greek Monotonic
τετράχυτρος: -ον (χύτρα), αυτός που αποτελείται από τέσσερις χύτρες, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
τετράχυτρος: (ᾰ) емкостью в четыре горшка (τρυφάλεια Batr.).