τιμαλφής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1114.png Seite 1114]] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον [[κτῆμα]], Plat. Tim. 59 b; [[φόρτος]], Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1114.png Seite 1114]] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον [[κτῆμα]], Plat. Tim. 59 b; [[φόρτος]], Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;<br /><i>Sp.</i> τιμαλφέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]], [[ἀλφάνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τιμαλφής''': -ές, ([[τιμή]], ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, [[τίμιος]], [[πολυτελής]], [[πολύτιμος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον [[κτῆμα]] Πλάτ. Τίμ. 59Β· [[πρᾶγμα]] χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τιμαλφής]]· [[ἔντιμος]], τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ [[τιμῆς]] ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».
|lstext='''τιμαλφής''': -ές, ([[τιμή]], ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, [[τίμιος]], [[πολυτελής]], [[πολύτιμος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον [[κτῆμα]] Πλάτ. Τίμ. 59Β· [[πρᾶγμα]] χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τιμαλφής]]· [[ἔντιμος]], τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ [[τιμῆς]] ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;<br /><i>Sp.</i> τιμαλφέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[τιμή]], [[ἀλφάνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμαλφής Medium diacritics: τιμαλφής Low diacritics: τιμαλφής Capitals: ΤΙΜΑΛΦΗΣ
Transliteration A: timalphḗs Transliteration B: timalphēs Transliteration C: timalfis Beta Code: timalfh/s

English (LSJ)

ές, (τιμή, ἀλφεῖν) fetching a prize, costly, precious, A.Fr.56, Ion Trag.43; τιμαλφέστατον κτῆμα Pl.Ti.59b; πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Nicostr. ap. Stob.4.23.62, cf. Ph. 1.157; πάντα μου τὰ τιμαλφέστατα κτήματα Gal.14.66.

German (Pape)

[Seite 1114] ές, was einen Preis oder Werth findet, übh. geschätzt, geehrt, werthvoll; Aesch. frg. 47; τιμαλφέστατον κτῆμα, Plat. Tim. 59 b; φόρτος, Luc. epigr. 17 (XI, 432), u. öfter bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui trouve son prix, qui parvient à se vendre son prix ; coûteux, précieux, cher;
Sp. τιμαλφέστατος.
Étymologie: τιμή, ἀλφάνω.

Greek (Liddell-Scott)

τιμαλφής: -ές, (τιμή, ἀλφεῖν) ὁ τιμὴν ἀποφέρων, τίμιος, πολυτελής, πολύτιμος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 53· τιμαλφέστατον κτῆμα Πλάτ. Τίμ. 59Β· πρᾶγμα χρυσοῦ τιμαλφέστερον Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τιμαλφής· ἔντιμος, τιμὴν ἀλφαίνουσα, διὰ τιμῆς ἀγομένη· Ἴων (Ἀποσπ. 43) Φοίνικι δευτέρῳ».

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αξίζει πολύ, πολύτιμος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τιμαλφή
κοσμήματα, πολύτιμα λίθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αλφής (< ἀλφάνω «φέρω, βρίσκω, αποκτώ»), πρβλ. πολυ-αλφής].

Greek Monotonic

τῐμαλφής: -ές (τιμή, ἀλφεῖν), αυτός που αποφέρει τιμή, τίμιος, πολύτιμος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμαλφής: ἀλφάνω
1) чтимый, прославляемый Aesch.;
2) высоко ценимый (κτῆμα Plat.): χρυσοῦ τ. φόρτος Luc. драгоценный груз золота.

Middle Liddell

τῐμ-αλφής, ές τιμή, ἀλφεῖν]
fetching a prize, costly, precious, Plat.