τριγλώχις: Difference between revisions
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=triglw/xis | |Beta Code=triglw/xis | ||
|Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, [[three-barbed]], [[ὀϊστός]], [[ἰός]], <span class="bibl">Il.5.393</span>, <span class="bibl">11.507</span>; [[τριγλώχινα]] (sc. [[Σικελίαν]]) <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>322</span>; <b class="b3">τ. ὑμένες</b> [[tricuspid]] valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>6.14</span>: in later writers with a neut. Subst., ἄορι τ. <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>31</span>; τ. τόξα Anon. ap. Suid.; βέλη τ. <span class="bibl">Paul.Aeg.6.88</span>.—The nom. form τριγλώχιν is cited from Simon. (<span class="title">Fr.</span>248) and from Call. (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>382</span>( = <span class="title">Aet.Oxy.</span>2079.36)) by <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.267</span> H. | |Definition=ῑνος, ὁ, ἡ, [[three-barbed]], [[ὀϊστός]], [[ἰός]], <span class="bibl">Il.5.393</span>, <span class="bibl">11.507</span>; [[τριγλώχινα]] (sc. [[Σικελίαν]]) <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>322</span>; <b class="b3">τ. ὑμένες</b> [[tricuspid]] valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>6.14</span>: in later writers with a neut. Subst., ἄορι τ. <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>31</span>; τ. τόξα Anon. ap. Suid.; βέλη τ. <span class="bibl">Paul.Aeg.6.88</span>.—The nom. form τριγλώχιν is cited from Simon. (<span class="title">Fr.</span>248) and from Call. (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>382</span>( = <span class="title">Aet.Oxy.</span>2079.36)) by <span class="bibl">Choerob. <span class="title">in Theod.</span>1.267</span> H. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ινος (ὁ, ἡ, τό)<br /><i>pl.</i> ινες, ινες, ινα;<br />à trois pointes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γλωχίς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] γλωχῖνας, δηλ. [[τρεῖς]] ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «[[τρεῖς]] ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ [[τύπος]] τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, [[τρεῖς]] γωνίας ἔχοντι». | |lstext='''τριγλώχῑς''': ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] γλωχῖνας, δηλ. [[τρεῖς]] ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «[[τρεῖς]] ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ [[τύπος]] τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, [[τρεῖς]] γωνίας ἔχοντι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:07, 2 October 2022
English (LSJ)
ῑνος, ὁ, ἡ, three-barbed, ὀϊστός, ἰός, Il.5.393, 11.507; τριγλώχινα (sc. Σικελίαν) Pi.Fr.322; τ. ὑμένες tricuspid valves of the heart, Erasistratei ap. Gal.5.548, Gal. UP6.14: in later writers with a neut. Subst., ἄορι τ. Call.Del.31; τ. τόξα Anon. ap. Suid.; βέλη τ. Paul.Aeg.6.88.—The nom. form τριγλώχιν is cited from Simon. (Fr.248) and from Call. (Fr.382( = Aet.Oxy.2079.36)) by Choerob. in Theod.1.267 H.
French (Bailly abrégé)
ινος (ὁ, ἡ, τό)
pl. ινες, ινες, ινα;
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, γλωχίς.
Greek (Liddell-Scott)
τριγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς γλωχῖνας, δηλ. τρεῖς ἀκίδας, ὀϊστῷ τριγλώχινι, «τρεῖς ἀκίδας ἔχοντι», Ἰλ. Ε. 393˙ ἰῷ τριγλώχινι βαλὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον Λ. 507˙ τριγλώχινα (ἐξυπ. Σικελίαν) Πινδ. Ἀποσπ. 219˙ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ἄορι τρ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 31˙ τρ. τριγώνῳ Νόνν. Δ. 6. 123˙ βέλη τρ. Παῦλ. Αἰγ.˙ - τρ. ὑμένες, αἱ valvolae tricuspides, βαλβῖδες τῆς καρδίας, Γαλην. - Ὁ τύπος τριγλώχιν μνημονεύεται ἐκ τοῦ Σιμωνίδου (Ἀποσπ. 250), ὑπὸ τοῦ Χοιροβ. ἐν τοῖς Α. Β. 1424. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τριγλώχινι τριγώνῳ, τρεῖς γωνίας ἔχοντι».
Greek Monolingual
-ινος, ὁ, ἡ, ΜΑ
βλ. τριγλώχιν.
Greek Monotonic
τριγλώχῑς: -ῖνος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει τρεις ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριγλώχις -ινος [τρι -, γλωχίς] met drie spitsen:. ὀιστῷ τριγλώχινι met een pijl met drie weerhaken Il. 5.393.
Middle Liddell
τρι-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ,
three-barbed, Il.