τετραμοιρία: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />part quadruple.<br />'''Étymologie:''' [[τετράμοιρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰμοιρία''': ἡ, τετραπλῆ [[μερίς]], τὸ τετραπλοῦν, τῷ μὲν στρατιώτῃ Κυζικηνόν, τῷ δὲ λογαχῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, δηλ. τέσσαρας Κυζικηνοὺς στατῆρας, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 36., 6. 1.
|lstext='''τετρᾰμοιρία''': ἡ, τετραπλῆ [[μερίς]], τὸ τετραπλοῦν, τῷ μὲν στρατιώτῃ Κυζικηνόν, τῷ δὲ λογαχῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, δηλ. τέσσαρας Κυζικηνοὺς στατῆρας, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 36., 6. 1.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />part quadruple.<br />'''Étymologie:''' [[τετράμοιρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρία Medium diacritics: τετραμοιρία Low diacritics: τετραμοιρία Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΙΑ
Transliteration A: tetramoiría Transliteration B: tetramoiria Transliteration C: tetramoiria Beta Code: tetramoiri/a

English (LSJ)

ἡ, a fourfold portion, X.An.7.2.36, 7.6.1.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, die vierfache Portion, Xen. An. 7, 2, 36.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
part quadruple.
Étymologie: τετράμοιρος.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλῆ μερίς, τὸ τετραπλοῦν, τῷ μὲν στρατιώτῃ Κυζικηνόν, τῷ δὲ λογαχῷ διμοιρίαν, τῷ δὲ στρατηγῷ τετραμοιρίαν, δηλ. τέσσαρας Κυζικηνοὺς στατῆρας, Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 36., 6. 1.

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράμοιρος
τέσσερεις φορές μεγαλύτερη μοίρα ή μερίδα.

Greek Monotonic

τετρᾰμοιρία: ἡ, τετραπλή μερίδα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰμοιρία:вчетверо большее количество, четверной пай Xen.

Middle Liddell

τετρᾰμοιρία, ἡ,
a four-fold portion, Xen. [from τετράμοιρος