φοιταλιώτης: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1297.png Seite 1297]] ὁ, Beiwort des Bacchus, der Herumschweifende, Hymn. (IX, 524). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1297.png Seite 1297]] ὁ, Beiwort des Bacchus, der Herumschweifende, Hymn. (IX, 524). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />le dieu agité <i>ou</i> vagabond <i>(ép. de Dionysos)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοιτᾰλιώτης''': -ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, ὁ περιφερόμενος [[τῇδε]] κἀκεῖσε, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 524. | |lstext='''φοιτᾰλιώτης''': -ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, ὁ περιφερόμενος [[τῇδε]] κἀκεῖσε, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 524. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, epithet of Bacchus, the maddener, AP9.524.22.
German (Pape)
[Seite 1297] ὁ, Beiwort des Bacchus, der Herumschweifende, Hymn. (IX, 524).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dieu agité ou vagabond (ép. de Dionysos).
Étymologie: φοιτάω.
Greek (Liddell-Scott)
φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, ὁ περιφερόμενος τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανώμενος, Ἀνθ. Π. 9. 524.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία του Βάκχου) αυτός που σαν τρελός περιφέρεται εδώ κι εκεί, φοιταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. νησ-ιώτης)].
Greek Monotonic
φοιτᾰλιώτης: -ου, ὁ, λέγεται για το Βάκχο, περιπλανώμενος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
φοιτᾰλιώτης: ου adj. блуждающий, странствующий (эпитет Диониса) Anth.
Middle Liddell
φοιτᾰλιώτης, ου, ὁ,
of Bacchus, the roamer, Anth.