φράδμων: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1302.png Seite 1302]] ονος, verständig, einsichtsvoll, listig, klug, Orac. bei Her. 3, 57; bes. womit bekannt, kundig, Il. 16, 638 u. sp. D.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1302.png Seite 1302]] ονος, verständig, einsichtsvoll, listig, klug, Orac. bei Her. 3, 57; bes. womit bekannt, kundig, Il. 16, 638 u. sp. D.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φράδμων''': -ον, γεν. ονος, [[συνετός]]. [[νοήμων]], [[ὀξύς]], [[ἔμπειρος]], οὐδ’ ἄν ἔτι [[φράδμων]] περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα [[δῖον]] ἔγνω, «ὁ δὲ [[λόγος]]· οὐδὲ ὁ [[πάνυ]] γνώριμός φησι καὶ [[συνήθης]] τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.
|lstext='''φράδμων''': -ον, γεν. ονος, [[συνετός]]. [[νοήμων]], [[ὀξύς]], [[ἔμπειρος]], οὐδ’ ἄν ἔτι [[φράδμων]] περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα [[δῖον]] ἔγνω, «ὁ δὲ [[λόγος]]· οὐδὲ ὁ [[πάνυ]] γνώριμός φησι καὶ [[συνήθης]] τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμων Medium diacritics: φράδμων Low diacritics: φράδμων Capitals: ΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: phrádmōn Transliteration B: phradmōn Transliteration C: fradmon Beta Code: fra/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = φραδής, Il.16.638, Orac. ap. Hdt.3.57, Orph.Fr.233.

German (Pape)

[Seite 1302] ονος, verständig, einsichtsvoll, listig, klug, Orac. bei Her. 3, 57; bes. womit bekannt, kundig, Il. 16, 638 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: φράζω.

Greek (Liddell-Scott)

φράδμων: -ον, γεν. ονος, συνετός. νοήμων, ὀξύς, ἔμπειρος, οὐδ’ ἄν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα δῖον ἔγνω, «ὁ δὲ λόγος· οὐδὲ ὁ πάνυ γνώριμός φησι καὶ συνήθης τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.

English (Autenrieth)

ονος (φράζω): observing, Il. 16.638†.

Greek Monolingual

και φράσμων, -ον, Α
ευφυής, επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ- του φράζω (Ι) (πρβλ. φραδ-ή) + επίθημα -μων (πρβλ. νοή-μων)].

Greek Monotonic

φράδμων: -ον, γεν. -ονος, = φραδής, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

φράδμων: 2, gen. ονος умный, находчивый (ἀνήρ Hom., Her.).

Middle Liddell

φράδμων, ονος, = φραδής, Il., Orac. ap. Hdt.]