χασκάζω: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] frequentativum von [[χάσκω]], [[χαίνω]], mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1340.png Seite 1340]] frequentativum von [[χάσκω]], [[χαίνω]], mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />regarder bouche béante, <i>càd</i> avec admiration <i>ou</i> envie, acc..<br />'''Étymologie:''' fréq. de [[χάσκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χασκάζω''': μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ [[χάσκω]]. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς [[πότε]] νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ [[ταμίας]] τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695. | |lstext='''χασκάζω''': μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ [[χάσκω]]. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς [[πότε]] νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ [[ταμίας]] τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:15, 2 October 2022
English (LSJ)
Frequentat. of χάσκω, χασκάζω τὸν κωλακρέτην keep gaping at or keep gaping after him, Ar.V.695 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1340] frequentativum von χάσκω, χαίνω, mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
regarder bouche béante, càd avec admiration ou envie, acc..
Étymologie: fréq. de χάσκω.
Greek (Liddell-Scott)
χασκάζω: μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ χάσκω. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς πότε νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ ταμίας τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.
Greek Monolingual
ΝΑ
βλέπω ή παρατηρώ κάτι με ανοιχτό στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. χαίνω / χάσκω, κατά τα ρ. σε -άζω].
Greek Monotonic
χασκάζω: μέλ. -άσω, θαμιστικό του χάσκω, εξακολουθώ να μένω με ανοιχτό το στόμα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χασκάζω: [frequ. к χάσκω жадно высматривать, разглядывать (τινά Arph.).
Middle Liddell
χασκάζω, [Frequentat. of χάσκω
to keep gaping at or after one, Ar.