φιλοτίμημα: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] τό, die Handlung eines [[φιλότιμος]], Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1287.png Seite 1287]] τό, die Handlung eines [[φιλότιμος]], Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on fait par amour-propre, par émulation, <i>ou en mauv. part</i> par ostentation;<br /><b>2</b> rivalité.<br />'''Étymologie:''' [[φιλοτιμέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοτίμημα''': τό, [[πρᾶξις]] φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) [[φιλοδοξία]], ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43. | |lstext='''φῐλοτίμημα''': τό, [[πρᾶξις]] φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) [[φιλοδοξία]], ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:20, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A an act of ambition or ostentation, Ph. 2.589, Plu.Alc. 16(pl.), 2.822a (pl.). 2 thing on which one prides oneself, Luc.Tim.43 (pl.), Nav.40(pl.).
German (Pape)
[Seite 1287] τό, die Handlung eines φιλότιμος, Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce qu’on fait par amour-propre, par émulation, ou en mauv. part par ostentation;
2 rivalité.
Étymologie: φιλοτιμέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτίμημα: τό, πρᾶξις φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) φιλοδοξία, ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, Α φιλοτιμοῦμαι
1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης
2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος.
Greek Monotonic
φῐλοτίμημα: -ατος, τό,
I. πράξη φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.
II. ανταγωνισμός, αντιζηλία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοτίμημα: ατος (τῑ) τό
1) предмет честолюбия, амбиция (ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Luc.);
2) честолюбивая щедрость или показное пожертвование, пышный дар (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).
Middle Liddell
φῐλοτίμημα, ατος, τό, [from φιλοτιμέομαι
I. an act of ambition or magnificence, Plut.
II. rivalry, Luc.