ἀδέσποτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0033.png Seite 33]] ([[δεσπότης]]), 1) ohne Herrn, δοῦλοι Myro bei Ath. VI, 102 (271 f); οἰκήσεις Arist. Eth. Nic. 8, 10. – 2) von unbekanntem Verfasser, anonym, [[ἐπιστολή]] Plut. Cic. 15; [[φήμη]], unverbürgt, Oth. 4, wie rumores bei Cic. Fam. XV, 17.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0033.png Seite 33]] ([[δεσπότης]]), 1) ohne Herrn, δοῦλοι Myro bei Ath. VI, 102 (271 f); οἰκήσεις Arist. Eth. Nic. 8, 10. – 2) von unbekanntem Verfasser, anonym, [[ἐπιστολή]] Plut. Cic. 15; [[φήμη]], unverbürgt, Oth. 4, wie rumores bei Cic. Fam. XV, 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, libre, indépendant;<br /><b>2</b> anonyme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δεσπότης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδέσποτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος [[ἄνευ]] ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
|lstext='''ἀδέσποτος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος [[ἄνευ]] ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans maître, libre, indépendant;<br /><b>2</b> anonyme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[δεσπότης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδέσποτος Medium diacritics: ἀδέσποτος Low diacritics: αδέσποτος Capitals: ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ
Transliteration A: adéspotos Transliteration B: adespotos Transliteration C: adespotos Beta Code: a)de/spotos

English (LSJ)

ον, A without master or owner, ἀρετὴ ἀ. Pl.R.617e; τὸ παρ' ἡμᾶς ἀ. Epicur.Ep.3p.65U.: of property, POxy.1188.15 (13 A.D.), cf. Str.17.1.12: of freedmen, Myro Hist.2; οἰκήσεις Arist.EN1161a7, cf. E.Hyps.Fr.1.11; ἀ. καὶ αὐτοκρατεῖς, of the gods, Plu.2.426c; ἀ. βίος Sallust.21. II of rumours or writings, anonymous, Cic. Fam.15.17.3, D.H.11.50, Plu.Cic.15, etc. Adv. -τως J.Ap.1.16, Sch.Ar.Ra.1400. III ungovernable, λύπη Democr.290.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene dueño c. gen. ἀδέσποτος μὲνο ἶκος ἀρσένων E.Fr.752d.11
abstr. οἰκήσεις Arist.EN 1161a7, τόπος Procl.in Ti.1.145.10, en pap. esp. de terrenos ψιλοὶ τόποι ἀδέσποτοι CPR 15.5 (I d.C.), γῆ PCair.Isidor.3.13 (III d.C.)
τὰ ἀ. propiedades sin herederos o dueños que eran confiscadas por el ἰδιόλογος y pasaban a la propiedad del Estado, Str.17.1.12, cf. PCair.Zen.622.4 (III a.C.), BGU 1219.24 (II a.C.), SEG 9.5.64 (Cirene II/I a.C.)
de pers. libre, que no tiene dueño ἀδέσποτοι καὶ αὐτοκρατεῖς de los dioses, Plu.2.426c
en Esparta liberto Myro 1
fig. βίος ἀ. vida liberada de la esclavitud Sallust.21.2, ἡμεῖς αἷμα φέροντες ἀδέσποτον Nonn.Par.Eu.Io.8.33, ἀδέσποτον σκάφος nave sin capitán del pueblo ateniense, Plb.6.44.3
fig. c. nombres abstr. ἀρετὴ ἀ. virtud no impuesta, libre Pl.R.617e, Plot.2.3.9, ὅσῳ καὶ πενία ἀ. πλούτου δουλεύοντος προφέρει en cuanto es mejor una pobreza sin amo que una riqueza con esclavitud D.C.62.3.1
subst. τὸ ἀ. libertad Epicur.Ep.[4] 133, Gr.Nyss.Or.Catech.5.
2 anónimo ἐπιστολή Cic.Fam.15.17.3, Plu.Cic.15, φῆμαι ἀδέσποτοι rumores D.H.11.50.
II ingobernable λύπη Democr.B 290, τὸ ἐρωτικόν Plu.2.758d.
III adv. -ως de manera anónima μυθολογούμενα I.Ap.1.16, προφέρεσθαι Sch.Ar.Ra.1400D.

German (Pape)

[Seite 33] (δεσπότης), 1) ohne Herrn, δοῦλοι Myro bei Ath. VI, 102 (271 f); οἰκήσεις Arist. Eth. Nic. 8, 10. – 2) von unbekanntem Verfasser, anonym, ἐπιστολή Plut. Cic. 15; φήμη, unverbürgt, Oth. 4, wie rumores bei Cic. Fam. XV, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans maître, libre, indépendant;
2 anonyme.
Étymologie: , δεσπότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδέσποτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων κύριον, δεσπότην, ἐπὶ περιουσίας, Πλάτ. Πολ. 617Ε: ἐπὶ ἀπελευθέρων, Μύρων παρ’ Ἀθ. 271F, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 10, 6· ἀδ. καὶ αὐτοκρατεῖς, περὶ τῶν θεῶν, Πλούτ. 2. 426C. II. περὶ διαδεδομένης φήμης, ἢ περὶ συγγράμματος ἀνωνύμου, ἢ περὶ οἱουδήποτε πράγματος ἢ κτήματος ἄνευ ἰδιοκτήτου, Διον. Ἁλ. 11. 50, Πλουτ. Κικ. 15. κτλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1447.

Greek Monotonic

ἀδέσποτος: -ον (δεσπότης), αυτός που δεν έχει κύριο, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδέσποτος:
1) не имеющий хозяина (οἰκήσεις Arst.);
2) никому не подвластный, свободный (ἀρετή Plat.; θεοί Plut.);
3) неизвестно чей, анонимный (παράδοσις, λόγος Plut.).

Middle Liddell

δεσπότης
without master, Plat., etc.