ἀδηλέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tener dudas]], [[estar en dificultad]] φράσαι S.<i>OC</i> 35, cf. Didym.<i>in Eccl</i>.173.7<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[ser oscuro]] Ph.2.42, S.E.<i>M</i>.11.233.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[no presentarse]] ἐπιμήνια ἀδηλεύμενα Hp.<i>Mul</i>.1.2.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tener dudas]], [[estar en dificultad]] φράσαι S.<i>OC</i> 35, cf. Didym.<i>in Eccl</i>.173.7<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[ser oscuro]] Ph.2.42, S.E.<i>M</i>.11.233.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[no presentarse]] ἐπιμήνια ἀδηλεύμενα Hp.<i>Mul</i>.1.2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être incertain de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄδηλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδηλέω''': ([[ἄδηλος]]) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ [[περί]] τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ [[ἀφανής]], [[λείπω]], Ἱππ. 590. 17.
|lstext='''ἀδηλέω''': ([[ἄδηλος]]) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ [[περί]] τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι [[σκοτεινός]], [[ἀσαφής]], Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ [[ἀφανής]], [[λείπω]], Ἱππ. 590. 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être incertain de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄδηλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδηλέω Medium diacritics: ἀδηλέω Low diacritics: αδηλέω Capitals: ΑΔΗΛΕΩ
Transliteration A: adēléō Transliteration B: adēleō Transliteration C: adileo Beta Code: a)dhle/w

English (LSJ)

(ἄδηλος) to be in the dark about a thing, understand not, σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι S.OC35: —Pass., to be obscure, Ph.2.42,al., S.E.M.11.233, cf. 7.393; fail to appear, ἐπιμήνια-εύμενα Hp.Mul.1.2.

Spanish (DGE)

1 tener dudas, estar en dificultad φράσαι S.OC 35, cf. Didym.in Eccl.173.7
en v. med. ser oscuro Ph.2.42, S.E.M.11.233.
2 de cosas no presentarse ἐπιμήνια ἀδηλεύμενα Hp.Mul.1.2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être incertain de, gén..
Étymologie: ἄδηλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδηλέω: (ἄδηλος) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ περί τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι σκοτεινός, ἀσαφής, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ ἀφανής, λείπω, Ἱππ. 590. 17.

Greek Monotonic

ἀδηλέω: βρίσκομαι στο σκοτάδι, σε άγνοια για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδηλέω: быть в неизвестности (относительно чего-л.), не иметь ясного представления: ὦν ἀδηλοῦμεν Soph. то, что мы плохо знаем; τὸ ἀδηλούμενον ἡμῖν Sext. то, что неясно для нас.

Middle Liddell


to be in the dark about a thing, Soph.