ἀδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indisoluble]] lo divino op. a lo mortal, Pl.<i>Phd</i>.80b, [[ἕνωσις]] Ph. en Eus.<i>PE</i> 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ [[ἑαυτοῦ]] ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, [[δεσμός]] Procl.<i>in Ti</i>.1.314.14<br /><b class="num">•</b>[[incorrupto]] τὸ σῶμα Procl.<i>in R</i>.2.153.<br /><b class="num">2</b> [[indestructible]] στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.<i>Ep</i>.[2] 54.6, γῆ Epicur.<i>Nat</i>.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.<i>Aet</i>.129.12.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. bot. [[heliotropo]], [[Heliotropum europaeum]] L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.<i>Herb</i>.49.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[indisolublemente]] Procl.<i>in Ti</i>.1.397.1.<br /><b class="num">2</b> [[sin reconciliación posible]] πολεμεῖν Plb.18.37.4.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indisoluble]] lo divino op. a lo mortal, Pl.<i>Phd</i>.80b, [[ἕνωσις]] Ph. en Eus.<i>PE</i> 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ [[ἑαυτοῦ]] ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, [[δεσμός]] Procl.<i>in Ti</i>.1.314.14<br /><b class="num">•</b>[[incorrupto]] τὸ σῶμα Procl.<i>in R</i>.2.153.<br /><b class="num">2</b> [[indestructible]] στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.<i>Ep</i>.[2] 54.6, γῆ Epicur.<i>Nat</i>.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.<i>Aet</i>.129.12.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. bot. [[heliotropo]], [[Heliotropum europaeum]] L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.<i>Herb</i>.49.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[indisolublemente]] Procl.<i>in Ti</i>.1.397.1.<br /><b class="num">2</b> [[sin reconciliación posible]] πολεμεῖν Plb.18.37.4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />indissoluble.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διαλύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιάλῠτος''': -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. [[ἀφιλίωτος]], ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.
|lstext='''ἀδιάλῠτος''': -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. [[ἀφιλίωτος]], ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />indissoluble.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διαλύω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιάλῠτος Medium diacritics: ἀδιάλυτος Low diacritics: αδιάλυτος Capitals: ΑΔΙΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: adiálytos Transliteration B: adialytos Transliteration C: adialytos Beta Code: a)dia/lutos

English (LSJ)

ον, A undissolved: indissoluble, Pl.Phd.80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2. II irreconcilable. Adv. -τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4. III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.

Spanish (DGE)

-ον
I 1indisoluble lo divino op. a lo mortal, Pl.Phd.80b, ἕνωσις Ph. en Eus.PE 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ ἑαυτοῦ ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, δεσμός Procl.in Ti.1.314.14
incorrupto τὸ σῶμα Procl.in R.2.153.
2 indestructible στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.Ep.[2] 54.6, γῆ Epicur.Nat.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.Aet.129.12.
3 subst. τὸ ἀ. bot. heliotropo, Heliotropum europaeum L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.Herb.49.9.
II adv. -ως
1 indisolublemente Procl.in Ti.1.397.1.
2 sin reconciliación posible πολεμεῖν Plb.18.37.4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indissoluble.
Étymologie: , διαλύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.

Greek Monotonic

ἀδιάλῠτος: -ον (διαλύω), αδιάλυτος, αδιάλλακτος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδιάλῠτος:
1) неразложимый, неразрушимый (τὸ θεῖν Plat.);
2) нерасторжимый, неразрывно сплоченный (στῖφος Plut.).

Middle Liddell

διαλύω
undissolved, indissoluble, Plat.

English (Woodhouse)

indissoluble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)