ἀγυρτικός: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>que hace vida como un [[ἀγύρτης]], [[dedicado a la adivinación y mendicidad errante]] μάντις Plu.<i>Lyc</i>.9, τὸ ἀγυρτικόν γένος Plu.2.407c.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[propio de un [[ἀγύρτης]], de un charlatán]] πίνακες Plu.<i>Comp.Arist.Cat.Ma</i>.3<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀ. [[charlatanismo]] Str.10.3.23<br /><b class="num">•</b>τὰ ἀγυρτικά [[falsedades]], [[palabrería]] Hsch.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera fraudulenta]] Hierocl.<i>in CA</i> 26. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>que hace vida como un [[ἀγύρτης]], [[dedicado a la adivinación y mendicidad errante]] μάντις Plu.<i>Lyc</i>.9, τὸ ἀγυρτικόν γένος Plu.2.407c.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[propio de un [[ἀγύρτης]], de un charlatán]] πίνακες Plu.<i>Comp.Arist.Cat.Ma</i>.3<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀ. [[charlatanismo]] Str.10.3.23<br /><b class="num">•</b>τὰ ἀγυρτικά [[falsedades]], [[palabrería]] Hsch.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera fraudulenta]] Hierocl.<i>in CA</i> 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />de charlatan.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγύρτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, [[ἀλήτης]], [[πλάνης]], ἀγ. [[μάντις]], Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. [[ἀπάτη]], Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. | |lstext='''ἀγυρτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, [[ἀλήτης]], [[πλάνης]], ἀγ. [[μάντις]], Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. [[ἀπάτη]], Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, vagabond, μάντις Plu.Lyc.9; juggling, πίνακες Id.Comp.Aristid.Cat.3; τὸ ἀ. γένος Id.2.407c; τὸ ἀ. jugglery, Str. 10.3.23. Adv. -κῶς Hierocl.in CA26p.479M.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que hace vida como un ἀγύρτης, dedicado a la adivinación y mendicidad errante μάντις Plu.Lyc.9, τὸ ἀγυρτικόν γένος Plu.2.407c.
2 de cosas [[propio de un ἀγύρτης, de un charlatán]] πίνακες Plu.Comp.Arist.Cat.Ma.3
•τὸ ἀ. charlatanismo Str.10.3.23
•τὰ ἀγυρτικά falsedades, palabrería Hsch.
II adv. -ῶς de manera fraudulenta Hierocl.in CA 26.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de charlatan.
Étymologie: ἀγύρτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγυρτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων χαρακτῆρα ἀγύρτου, ἀλήτης, πλάνης, ἀγ. μάντις, Πλουτ. Λυκοῦργ. 9· ὁ ἐξαπατῶν, πίνακες, ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. καὶ Κάτων. Συγκρ. 3· τό ἀγ. γένος, ὁ αὐτ. 2. 407 C. τὸ ἀγ., ως οὐσιαστ. ἀπάτη, Στράβ. 474: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ.
Greek Monotonic
ἀγυρτικός: -ή, -όν, αυτός που ταιριάζει στον ἀγύρτη, που αναφέρεται ή σχετίζεται με τον απατεώνα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγυρτικός: шарлатанский: ἀ. μάντις Plut. лжепрорицатель; ἀγυρτικοὶ πίνακες Plut. шарлатанские снотолковательные таблицы.