ἀκερδής: Difference between revisions
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no reporta provecho]], [[desinteresado]] χάρις S.<i>OC</i> 1484, μόχθος <i>AP</i> 9.649 (Macedon.), cf. Pl.<i>Cra</i>.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.<i>Arist</i>.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sin provecho]], [[desinteresadamente]] ἄρχειν Arist.<i>Pol</i>.1309<sup>a</sup>13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες <i>IG</i> 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[que no reporta provecho]], [[desinteresado]] χάρις S.<i>OC</i> 1484, μόχθος <i>AP</i> 9.649 (Macedon.), cf. Pl.<i>Cra</i>.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.<i>Arist</i>.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[sin provecho]], [[desinteresadamente]] ἄρχειν Arist.<i>Pol</i>.1309<sup>a</sup>13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες <i>IG</i> 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui est le contraire d'un profit, funeste;<br /><b>2</b> qui ne recherche pas le profit, désintéressé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κέρδος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκερδής''': -ές, ὁ [[ἄνευ]] κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων [[κέρδος]], Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἄνευ]] κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν [[ἄπληστος]] κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1. | |lstext='''ἀκερδής''': -ές, ὁ [[ἄνευ]] κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων [[κέρδος]], Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἄνευ]] κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν [[ἄπληστος]] κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A bringing no gain, unprofitable, χάρις S.OC1484, cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, AP9.649 (Maced.). Adv. -δῶς without profit, Arist.Pol.1309a13, Plu.2.27d. II not greedy of gain, φιλοτιμία Id.Arist.1. Adv. -ῶς Id.2.483e.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no reporta provecho, desinteresado χάρις S.OC 1484, μόχθος AP 9.649 (Macedon.), cf. Pl.Cra.417d, D.H.6.9, φιλοτιμία Plu.Arist.1.
2 adv. -ῶς sin provecho, desinteresadamente ἄρχειν Arist.Pol.1309a13, ἐμ πᾶσιν ἀ. καὶ ἡμέρως τὸν ἐνιαυτὸν διεξαγαγόντες IG 5(1).26.7 (Esparta II/I a.C.), ἀ. ... χρησαμένους τοῖς πατρῴοις Plu.2.483e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui est le contraire d'un profit, funeste;
2 qui ne recherche pas le profit, désintéressé.
Étymologie: ἀ, κέρδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκερδής: -ές, ὁ ἄνευ κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων κέρδος, Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, ἄνευ κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν ἄπληστος κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκερδής)
αυτός που δεν φέρνει κέρδος
«ακερδής επιχείρηση», «ἀξύμφορον καὶ ἀνωφελὲς καὶ ἁλυσιτελὲς καὶ ἀκερδὲς» (Πλάτ. Κρατύλος 417d)
αρχ.
1. ο αφιλοκερδής (Πλούτ. Αριστ. 1)
2. ἀκερδῶς επίρρ.
χωρίς κέρδος, δωρεάν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κερδής < κέρδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέρδεια.
Greek Monotonic
ἀκερδής: -ές (κέρδος),
I. αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, που φέρνει χάσιμο, επιζήμιος, σε Σοφ. Πλάτ.
II. αυτός που δεν είναι άπληστος για κέρδος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκερδής:
1) невыгодный, убыточный, причиняющий вред (χάρις Soph.; ἀλυσιτελὴς καὶ ἀ. Plat.);
2) бескорыстный (φιλοτιμία Plut.).
Middle Liddell
κέρδος
I. without gain, bringing loss, Soph., Plat.
II. not greedy of gain, Plut.