ἀλλοτριοπραγία: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0106.png Seite 106]] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0106.png Seite 106]] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />ingérence dans les affaires d'autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], [[πράσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλοτριοπραγία''': ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ. | |lstext='''ἀλλοτριοπραγία''': ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, meddling with other folk's business, Plu.2.57d, Procl. in R.1.216K.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 entrometimiento, intervención en cosas ajenas πολιτείαν μὲν ἀλλοτριοπραγίαν ἐπίπονον ... ὀνομάζοντες Plu.2.57d.
2 actuación política desacertada μὴ δι' ἀλλοτριοπραγίαν ὑφαρπάζειν τὰ τῶν ἄλλων ἐξαίρετα, ζῆν δὲ ἕκαστον ἐφ' ᾧ τέτακται παρὰ τῆς πολιτικῆς ἐπιστήμης Procl.in R.1.216.25.
German (Pape)
[Seite 106] ἡ, unberufene Geschäftigkeit, Vorwitz, Plut. ad. et am. discr. 20.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ingérence dans les affaires d'autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριοπραγία: ἡ, οὐσ. τοῦ ἀλλοτριοπραγεῖν, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, Πλουτ. πῶς δεῖ διακριν. τὸν Κόλακ.
Greek Monolingual
ἀλλοτριοπραγία, η (Α)
η ανάμιξη σε ξένες υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + -πραγία < πράττω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγῶ].
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοτριοπρᾱγία: ἡ вмешательство в чужие дела, непрошенная хлопотливость Plut.