ἀκάρπιστος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[estéril]] πεδία del mar, E.<i>Ph</i>.210.
|dgtxt=-ον [[estéril]] πεδία del mar, E.<i>Ph</i>.210.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καρπίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκάρπιστος''': -ον, = [[ἀκάρπωτος]], = [[ἔνθα]] οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, [[ἄκαρπος]] περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ [[ἀτρύγητος]], Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε [[περίρρυτος]] 2.
|lstext='''ἀκάρπιστος''': -ον, = [[ἀκάρπωτος]], = [[ἔνθα]] οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, [[ἄκαρπος]] περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ [[ἀτρύγητος]], Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε [[περίρρυτος]] 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />stérile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καρπίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάρπιστος Medium diacritics: ἀκάρπιστος Low diacritics: ακάρπιστος Capitals: ΑΚΑΡΠΙΣΤΟΣ
Transliteration A: akárpistos Transliteration B: akarpistos Transliteration C: akarpistos Beta Code: a)ka/rpistos

English (LSJ)

ον, where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, E.Ph.210 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον estéril πεδία del mar, E.Ph.210.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
stérile.
Étymologie: , καρπίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάρπιστος: -ον, = ἀκάρπωτος, = ἔνθα οὐδὲν ὑπάρχει πρὸς θερισμόν, ἄκαρπος περὶ τῆς θαλάσσης, ὡς τὸ ἀτρύγητος, Εὐρ. Φοίν. 210· ἴδε περίρρυτος 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάρπιστος, -ον) καρπίζω
ο άκαρπος, ο άγονος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί
2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε.

Greek Monotonic

ἀκάρπιστος: -ον (καρπίζω), ο τόπος όπου δεν υπάρχει τίποτα για κοπή, για θερισμό, για δρέψιμο, τόπος άκαρπος· λέγεται για τη θάλασσα, όπως το ἀτρύγητος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάρπιστος: бесплодный (πεδία Eur.).

Middle Liddell

καρπίζω
where nothing is to be reaped, unfruitful, of the sea, like ἀτρύγετος, Eur.