ἀναδατέομαι: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [inf. aor. [[ἀναδάσασθαι]] Th.5.4, cret. [[ἀνδάζαθαι]] <i>ICr</i>.4.5.2 (Gortina VII/VI a.C.)]<br />[[hacer un nuevo reparto]], [[redistribuir]] τὴν γῆν Th.l.c., cf. Plu.<i>Agis</i> 8, τὴν ἀρχήν D.C.48.1.3, cf. 48.22.2, I.<i>AI</i> 5.109<br /><b class="num">•</b>abs. [[repartir tierras]], <i>ICr</i>.l.c. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [inf. aor. [[ἀναδάσασθαι]] Th.5.4, cret. [[ἀνδάζαθαι]] <i>ICr</i>.4.5.2 (Gortina VII/VI a.C.)]<br />[[hacer un nuevo reparto]], [[redistribuir]] τὴν γῆν Th.l.c., cf. Plu.<i>Agis</i> 8, τὴν ἀρχήν D.C.48.1.3, cf. 48.22.2, I.<i>AI</i> 5.109<br /><b class="num">•</b>abs. [[repartir tierras]], <i>ICr</i>.l.c. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />partager, diviser de nouveau, redistribuer LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[δατέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδατέομαι''': (ἴδε [[δατέομαι]]), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου [[διανέμω]], (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), ὁ [[δῆμος]] τὴν γῆν ἐπενόει [[ἀναδάσασθαι]] Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις [[τύπος]] [[ἀναδαίομαι]], διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8. | |lstext='''ἀναδατέομαι''': (ἴδε [[δατέομαι]]), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου [[διανέμω]], (πρβλ. [[ἀναδασμός]]), ὁ [[δῆμος]] τὴν γῆν ἐπενόει [[ἀναδάσασθαι]] Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις [[τύπος]] [[ἀναδαίομαι]], διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:05, 2 October 2022
English (LSJ)
divide anew, redistribute, ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει αναδάσασθαι Th.5.4:—Pass., ἀναδαίομαι to be distributed, Orac. ap. Hdt.4.159: aor. -δασθείς Plu.Agis8.
Spanish (DGE)
• Morfología: [inf. aor. ἀναδάσασθαι Th.5.4, cret. ἀνδάζαθαι ICr.4.5.2 (Gortina VII/VI a.C.)]
hacer un nuevo reparto, redistribuir τὴν γῆν Th.l.c., cf. Plu.Agis 8, τὴν ἀρχήν D.C.48.1.3, cf. 48.22.2, I.AI 5.109
•abs. repartir tierras, ICr.l.c.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
partager, diviser de nouveau, redistribuer LSJ.
Étymologie: ἀνά, δατέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδατέομαι: (ἴδε δατέομαι), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου διανέμω, (πρβλ. ἀναδασμός), ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει ἀναδάσασθαι Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις τύπος ἀναδαίομαι, διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8.
Greek Monolingual
ἀναδατέομαι (Α)
διανέμω εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, εκτελώ αναδασμό της γής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δατέομαι.
ΠΑΡ. ἀναδασμός αρχ. ἀνάδαστος
(μσν. –νεοελλ.) αναδάσιμος].
Greek Monotonic
ἀναδᾰτέομαι: αόρ. αʹ ἀν-εδασάμην· διανέμω εκ νέου, ανακατανέμω, ξαναμοιράζω, σε Θουκ. — Παθ., ἀναδαίομαι, διανέμομαι, σε Χρησμ. παρά Ηροδ.
Middle Liddell
to divide anew, redistribute, Thuc.:—Pass. ἀναδαίομαι, to be distributed, Orac. ap. Hdt.