ἀναπόλαυστος: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0203.png Seite 203]] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont on ne jouit pas.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀπολαύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπόλαυστος''': -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «[[ἄγευστος]]» Ἡσύχ. | |lstext='''ἀναπόλαυστος''': -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «[[ἄγευστος]]» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A not to be enjoyed, Plu.2.829d, 1104f. 2 Act., not enjoying, Phld.Mort.13; ἡδονῶν Heph.Astr.1.1, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser disfrutado (ἀπληστίαν) ἦς ἀναπόλαυστόν ἐστιν αὐτοῖσι τὸ τέλος Plu.2.829d.
2 que no disfruta Phld.Mort.13.12, Hsch., ἡδονῶν Heph.Astr.1.1.38.
German (Pape)
[Seite 203] ungenießbar, Plut. Nach Hesych. auch act., nicht genießend.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne jouit pas.
Étymologie: ἀ, ἀπολαύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόλαυστος: -ον, οὗ δὲν δύναταί τις ἢ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἀπολαύσῃ, Πλούτ. 2. 829D, 1104E. 2) ὁ μὴ ἀπολαύων τινός, «ἄγευστος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόλαυστος, -ον) ἀπολαύω
1. αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει κανείς
2. αυτός που δεν απόλαυσε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπόλαυστος: бесполезный (ἀ. καὶ ἀνωφελής Plut.).