ἀνατυλίσσω: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[desenrollar]] βιβλία Luc.<i>Ind</i>.16.<br /><b class="num">2</b> fig. [[repasar]] mentalmente λόγους Luc.<i>Nigr</i>.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1<i>Ep.Clem</i>.31.1. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[desenrollar]] βιβλία Luc.<i>Ind</i>.16.<br /><b class="num">2</b> fig. [[repasar]] mentalmente λόγους Luc.<i>Nigr</i>.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1<i>Ep.Clem</i>.31.1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dérouler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τυλίσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνατῠλίσσω''': Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31. | |lstext='''ἀνατῠλίσσω''': Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, [[ἐκτυλίσσω]], ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:20, 2 October 2022
English (LSJ)
Att. ἀνατυλίττω, unroll, βιβλία Luc.Ind.16: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν Id.Nigr.7.
Spanish (DGE)
1 desenrollar βιβλία Luc.Ind.16.
2 fig. repasar mentalmente λόγους Luc.Nigr.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1Ep.Clem.31.1.
French (Bailly abrégé)
dérouler.
Étymologie: ἀνά, τυλίσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.
Greek Monolingual
ἀνατυλίσσω (Α)
1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
2. ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ.
Greek Monotonic
ἀνατῠλίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, εκτυλίσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, βιβλία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατῠλίσσω: атт. ἀνατῠλίττω
1) разворачивать, развертывать (βιβλία Luc.);
2) снова обдумывать (λόγους πρὸς ἑαυτόν Luc.).
Middle Liddell
to unroll, βιβλία Luc.