ἀνηγεμόνευτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que carece de guía]], [[ingobernado]] del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.<i>Icar</i>.9, cf. <i>ITr</i>.46, φυρμός M.Ant.12.14.
|dgtxt=-ον<br />[[que carece de guía]], [[ingobernado]] del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.<i>Icar</i>.9, cf. <i>ITr</i>.46, φυρμός M.Ant.12.14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans guide, sans maître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἡγεμονεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνηγεμόνευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, [[ἄνευ]] ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς [[ἀνηγεμόνευτος]] Μ. Ἀντων. 12.14.
|lstext='''ἀνηγεμόνευτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, [[ἄνευ]] ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς [[ἀνηγεμόνευτος]] Μ. Ἀντων. 12.14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans guide, sans maître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἡγεμονεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηγεμόνευτος Medium diacritics: ἀνηγεμόνευτος Low diacritics: ανηγεμόνευτος Capitals: ΑΝΗΓΕΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anēgemóneutos Transliteration B: anēgemoneutos Transliteration C: anigemoneftos Beta Code: a)nhgemo/neutos

English (LSJ)

ον, without leader, unguided, ψυχή Ph.1.337, cf. 696, Luc.Icar.9; φυρμός M.Ant.12.14.

Spanish (DGE)

-ον
que carece de guía, ingobernado del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.Icar.9, cf. ITr.46, φυρμός M.Ant.12.14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans guide, sans maître.
Étymologie: , ἡγεμονεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηγεμόνευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἡγεμόνος, ἄνευ ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς ἀνηγεμόνευτος Μ. Ἀντων. 12.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνηγεμόνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος.

Greek Monotonic

ἀνηγεμόνευτος: -ον (ἡγεμονεύω), αυτός που δεν έχει αρχηγό, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηγεμόνευτος: не имеющий руководителя (ἀδέσποτος καὶ ἀ. Luc.).

Middle Liddell

ἡγεμονεύω
without leader, Luc.