ἀνιστορέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar]] c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) [[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.<i>OT</i> 578<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.<i>IT</i> 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.<i>Pr</i>.963, cf. S.<i>OC</i> 991, <i>Ph</i>.253<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.<i>Supp</i>.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.<i>Hipp</i>.92, cf. <i>Io</i> 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.<i>Rh</i>.297.<br /><b class="num">2</b> [[investigar]] τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.<i>CP</i> 1.5.5.<br /><b class="num">3</b> [[referir]], [[relatar]] τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.<i>HE</i> 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.<i>PE</i> 10.13.13.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[preguntar]] c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) [[ἄρνησις]] οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.<i>OT</i> 578<br /><b class="num">•</b>c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.<i>IT</i> 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.<i>Pr</i>.963, cf. S.<i>OC</i> 991, <i>Ph</i>.253<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.<i>Supp</i>.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.<i>Hipp</i>.92, cf. <i>Io</i> 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.<i>Rh</i>.297.<br /><b class="num">2</b> [[investigar]] τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.<i>CP</i> 1.5.5.<br /><b class="num">3</b> [[referir]], [[relatar]] τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.<i>HE</i> 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.<i>PE</i> 10.13.13.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />interroger : τινα qqn ; [[περί]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱστορέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιστορέω''': ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.
|lstext='''ἀνιστορέω''': ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, [[ἐξετάζω]] τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />interroger : τινα qqn ; [[περί]] τινος sur qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἱστορέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:24, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιστορέω Medium diacritics: ἀνιστορέω Low diacritics: ανιστορέω Capitals: ΑΝΙΣΤΟΡΕΩ
Transliteration A: anistoréō Transliteration B: anistoreō Transliteration C: anistoreo Beta Code: a)nistore/w

English (LSJ)

make inquiry into, ask about, ἄρνησις οὐκ, ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς S.OT578: c. acc. pers. et rei, ask a person about a thing, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἐκείνων ἃ) ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253; σε . . ἀνιστορῶ E.Supp.110; ἀ. τινὰ περί τινος Id.Hipp. 92; investigate, τι Thphr.CP1.5.5.

Spanish (DGE)

1 preguntar c. ac. de cosa (pero puede haber atracción) ἄρνησις οὐκ ἔνεστι ὧν ἀνιστορεῖς S.OT 578
c. ac. de cosa y pers. πάνθ' ... με E.IT 528, πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ A.Pr.963, cf. S.OC 991, Ph.253
c. ac. de pers. σὲ ... ἀνιστορῶ E.Supp.110, τοῦ δὲ καί μ' ἀνιστορεῖς πέρι; E.Hipp.92, cf. Io 362, c. interr. indir. προυξερευνητὰς ὁδοῦ ἀνιστόρησα ... τίς ὁ στρατηγός E.Rh.297.
2 investigar τὰς αὐτομάτους γενέσεις Thphr.CP 1.5.5.
3 referir, relatar τὸ αἴτιον τῆς ... αἱρέσεως Eus.HE 5.16.6, en v. pas. τὰ μὲν ... τῷ Ἰωσήπῳ ... ἀνιστόρηται Eus.PE 10.13.13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
interroger : τινα qqn ; περί τινος sur qch.
Étymologie: ἀνά, ἱστορέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιστορέω: ἐρωτῶ νὰ μάθω, ἐρωτῶ, ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς Σοφ. Ο. Τ. 578· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ. ἐρωτῶ τινα περί τινος πράγματος, πεύσει γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 963, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 991, Φ. 253· οὕτω, σὲ… ἀνιστορῶ Εὐρ. Ἱκ. 110· ἀν. τινὰ περί τινος ὁ αὐτ. Ἱππ. 92: - ἐρευνῶ, ἐξετάζω τι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 5, 5.

Greek Monotonic

ἀνιστορέω: μέλ. -ήσω, ερωτώ να μάθω, ερευνώ για, σε Σοφ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., ρωτώ κάποιον σχετικά με κάτι, σε Αισχύλ., Σοφ.· ομοίως, ἀν.τινὰ περί τινος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνιστορέω: (рас)спрашивать (τινα Aesch., Soph. и τινα περί τινος Eur.).

Middle Liddell


to make inquiry into, ask about, Soph.: c. acc. pers. et rei, to ask a person about a thing, Aesch., Soph.; so, ἀν. τινὰ περί τινος Eur.