ἀνηκουστέω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. jón. ἀνηκούστεε Hdt.1.115]<br />[[no prestar oído a]], [[desobedecer]] c. gen. οὐδ' [[ἄρα]] πατρὸς ἀνηκούστησεν [[Ἀπόλλων]] <i>Il</i>.15.236, 16.676, τῶν πατρὸς λόγων A.<i>Pr</i>.40, αὐτών (τῶν νόμων) Th.1.84, ἂν οἱ ναῦται τῶν κυβερνητῶν ἀνηκουστῶσι D.C.41.33.3<br /><b class="num">•</b>c. dat. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14<br /><b class="num">•</b>abs. Hdt.1.115, Aen.Tact.10.3.
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [impf. jón. ἀνηκούστεε Hdt.1.115]<br />[[no prestar oído a]], [[desobedecer]] c. gen. οὐδ' [[ἄρα]] πατρὸς ἀνηκούστησεν [[Ἀπόλλων]] <i>Il</i>.15.236, 16.676, τῶν πατρὸς λόγων A.<i>Pr</i>.40, αὐτών (τῶν νόμων) Th.1.84, ἂν οἱ ναῦται τῶν κυβερνητῶν ἀνηκουστῶσι D.C.41.33.3<br /><b class="num">•</b>c. dat. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14<br /><b class="num">•</b>abs. Hdt.1.115, Aen.Tact.10.3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ne pas entendre, ne pas écouter, désobéir à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήκουστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνηκουστέω''': μέλλ. -ήσω, δὲν [[θέλω]] νὰ ἀκούσω, [[παρακούω]], μετὰ γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - μετὰ δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: [[ὡσαύτως]] ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον [[νηκουστέω]].
|lstext='''ἀνηκουστέω''': μέλλ. -ήσω, δὲν [[θέλω]] νὰ ἀκούσω, [[παρακούω]], μετὰ γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - μετὰ δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: [[ὡσαύτως]] ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον [[νηκουστέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ne pas entendre, ne pas écouter, désobéir à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήκουστος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:26, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνηκουστέω Medium diacritics: ἀνηκουστέω Low diacritics: ανηκουστέω Capitals: ΑΝΗΚΟΥΣΤΕΩ
Transliteration A: anēkoustéō Transliteration B: anēkousteō Transliteration C: anikousteo Beta Code: a)nhkouste/w

English (LSJ)

to be unwilling to hear, disobey, c. gen., οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησε Il.15.236; τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40; τῶν νόμων Th.1.84: c. dat., ἀ. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14: also abs., 1.115, Aen.Tact.10.3.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. jón. ἀνηκούστεε Hdt.1.115]
no prestar oído a, desobedecer c. gen. οὐδ' ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἀπόλλων Il.15.236, 16.676, τῶν πατρὸς λόγων A.Pr.40, αὐτών (τῶν νόμων) Th.1.84, ἂν οἱ ναῦται τῶν κυβερνητῶν ἀνηκουστῶσι D.C.41.33.3
c. dat. τοῖσι στρατηγοῖσι Hdt.6.14
abs. Hdt.1.115, Aen.Tact.10.3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ne pas entendre, ne pas écouter, désobéir à, gén. ou dat..
Étymologie: ἀνήκουστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηκουστέω: μέλλ. -ήσω, δὲν θέλω νὰ ἀκούσω, παρακούω, μετὰ γεν., οὐδ’ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἰλ. Ο. 236, ΙΙ. 676· τῶν πατρὸς λόγων Αἰσχύλ. Προμ. 40· τῶν νόμων Θουκ. 1. 84: - μετὰ δοτ., ἀν. τοῖσι στρατηγοῖσι Ἡρόδ. 6. 14: ὡσαύτως ἀπολ., 1. 115· πρβλ. τὸν ποιητ. τύπον νηκουστέω.

English (Autenrieth)

(ἀνήκουστος, ἀκούω): be disobedient, w. genitive. Cf. νηκουστέω. (Il.)

Greek Monotonic

ἀνηκουστέω: μέλ. -ήσω, είμαι απρόθυμος να υπακούσω, απειθώ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Θουκ.· με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηκουστέω: не слушаться, не повиноваться (τινος Hom., Aesch., Thuc. и τινι Her.).

Middle Liddell

[from ἀνήκουστος
to be unwilling to hear, to disobey, c. gen., Il., Aesch., Thuc.; c. dat., Hdt.; absol., Hdt.