ἀνεμώδης: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ες, windig, Soph. frg. 496 [[Σκῦρος]]; Sp. D.; [[ἀκρωτήριον]] Plut. sol. an. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] ες, windig, Soph. frg. 496 [[Σκῦρος]]; Sp. D.; [[ἀκρωτήριον]] Plut. sol. an. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />de vent ; <i>fig.</i> vide, vain.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεμώδης''': -ες, ὡς καὶ νῦν, Σκῦρος Σοφ. Ἀποσπ. 496· [[χώρα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, ἀνεμῶδες [[ἀκρωτήριον]] Πλούτ. 967Β, πρβλ. Νικ. Θ. 96· [[ἔτος]] ἀν. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8· κύματα ἀνεμώδη, προμηνύοντα ἄνεμον, ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 11· [[σημεῖον]] ἀν. Θεοφρ. π. Σημ. 1. 18. - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει κραπαταλίας ἔχει «[[ἀνεμώδης]], καὶ [[ἀσθενής]]... [[ληρώδης]]». | |lstext='''ἀνεμώδης''': -ες, ὡς καὶ νῦν, Σκῦρος Σοφ. Ἀποσπ. 496· [[χώρα]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, ἀνεμῶδες [[ἀκρωτήριον]] Πλούτ. 967Β, πρβλ. Νικ. Θ. 96· [[ἔτος]] ἀν. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8· κύματα ἀνεμώδη, προμηνύοντα ἄνεμον, ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 11· [[σημεῖον]] ἀν. Θεοφρ. π. Σημ. 1. 18. - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει κραπαταλίας ἔχει «[[ἀνεμώδης]], καὶ [[ἀσθενής]]... [[ληρώδης]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, A windy, Σκῦρος S.Fr.553; χώρα Hp.Aër.24, cf. Nic. Th.96; ἀκρωτήριον Plu.2.967b; ἔτος ἀ. Arist.Mete.360b5; κύματα ἀ. bringing wind, Id.Pr.932b29; σημεῖον ἀ. a sign of wind, Thphr.Sign. 18. 2 metaph., vain, idle, Hsch.s.v. κραπαταλίας.
Spanish (DGE)
-ες
1 expuesto al viento, azotado por el viento Σκῦρος S.Fr.553, χώρα Hp.Aër.24, Λιβύης ... χηλή Posidipp.12.3P., ἀκρωτήριον Plu.2.967b
•ventoso ἔτος Arist.Mete.360b5.
2 que es señal de viento κύματα Arist.Pr.932b29, ἀ. σημεῖον un signo de viento Thphr.Sign.18
•propio del viento πτερύγων ἀνεμώδεα δοῦπον Nonn.D.5.187.
3 ligero como el viento κούρα Theoc.Syr.6, ἀνεμώδεα γούνατα πάλλων Nonn.D.10.78, φωνή Nonn.D.42.487.
4 fig. vano de frutos, Hsch.s.u. ἀνεμώνη, cf. Hsch.s.u. κραπαταλίας.
German (Pape)
[Seite 223] ες, windig, Soph. frg. 496 Σκῦρος; Sp. D.; ἀκρωτήριον Plut. sol. an. 10.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de vent ; fig. vide, vain.
Étymologie: ἄνεμος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμώδης: -ες, ὡς καὶ νῦν, Σκῦρος Σοφ. Ἀποσπ. 496· χώρα Ἱππ. π. Ἀέρ. 295, ἀνεμῶδες ἀκρωτήριον Πλούτ. 967Β, πρβλ. Νικ. Θ. 96· ἔτος ἀν. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8· κύματα ἀνεμώδη, προμηνύοντα ἄνεμον, ὁ αὐτ. Προβλ. 23. 11· σημεῖον ἀν. Θεοφρ. π. Σημ. 1. 18. - ὁ Ἡσύχ. ἐν λέξει κραπαταλίας ἔχει «ἀνεμώδης, καὶ ἀσθενής... ληρώδης».
Greek Monolingual
ἀνεμώδης, -ες (AM)
(για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι
αρχ.
1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος
2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους
3. εκείνος που προμηνύει άνεμο.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεμώδης:
1) обвеваемый ветрами, наветренный (Σκῦρος Soph.; ἀκρωτήριον Plut.);
2) вызывающий ветры (κύματα Arst.);
3) перен. ветреный (ἔτη Arst.).