ἀντιχορηγέω: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser corego rival]] And.4.42<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[rivalizar con uno en la coregía]] τῷ Διοκλεῖ D.21.62.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionar a su vez]] τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.<i>BI</i> 2.584. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[ser corego rival]] And.4.42<br /><b class="num">•</b>c. dat. [[rivalizar con uno en la coregía]] τῷ Διοκλεῖ D.21.62.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionar a su vez]] τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.<i>BI</i> 2.584. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> être rival comme chorège;<br /><b>2</b> fournir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιχόρηγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιχορηγέω''': εἶμαι [[ἀντιχόρηγος]], δηλ. [[ἀντίπαλος]] [[χορηγός]], [[τυγχάνω]] [[ἀντιχόρηγος]] τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, [[ἀνταγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι [[ἀπέναντι]] λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ [[σῖτα]] πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8. | |lstext='''ἀντιχορηγέω''': εἶμαι [[ἀντιχόρηγος]], δηλ. [[ἀντίπαλος]] [[χορηγός]], [[τυγχάνω]] [[ἀντιχόρηγος]] τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, [[ἀνταγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι [[ἀπέναντι]] λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ [[σῖτα]] πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:07, 2 October 2022
English (LSJ)
A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62. II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 ser corego rival And.4.42
•c. dat. rivalizar con uno en la coregía τῷ Διοκλεῖ D.21.62.
2 proporcionar a su vez τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.BI 2.584.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être rival comme chorège;
2 fournir en retour.
Étymologie: ἀντιχόρηγος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.
Greek Monotonic
ἀντιχορηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι αντίπαλος χορηγός τινί, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχορηγέω: соперничать в хорегии (τινι Dem., Plut.).
Middle Liddell
[from ἀντιχόρηγος
to be a rival choragus, τινί to another, Dem.