ἀντεράω: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] (s. [[ἐράω]]), 1) wieder lieben, οἱ ἀντερῶντες Aesch. Ag. 530; Sp., bes. im part. praes.; ἐρῶν αντερᾶται Xen. Symp. 8, 3. – 2) τινί τινος, Nebenbuhler sein, in der Liebe zu etwas, ἐρῶν τίγ' ἀντερᾷς ἵπ πων [[ἐμοί]] Eur. Rhes. 184; ἀντερασθῆναι τῇ. Σελήνῃ τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc. Musc. Enc. 10; ὁ ἀντερῶν τινι, Jemandes Nebenbuhler, Plut. sol. an. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] (s. [[ἐράω]]), 1) wieder lieben, οἱ ἀντερῶντες Aesch. Ag. 530; Sp., bes. im part. praes.; ἐρῶν αντερᾶται Xen. Symp. 8, 3. – 2) τινί τινος, Nebenbuhler sein, in der Liebe zu etwas, ἐρῶν τίγ' ἀντερᾷς ἵπ πων [[ἐμοί]] Eur. Rhes. 184; ἀντερασθῆναι τῇ. Σελήνῃ τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc. Musc. Enc. 10; ὁ ἀντερῶν τινι, Jemandes Nebenbuhler, Plut. sol. an. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rendre amour pour amour;<br /><b>2</b> être rival en amour : τινι de qqn ; <i>abs.</i> τὸ ἀντερᾶν PLUT la rivalité en amour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐράω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντεράω''': ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι [[ἀντεραστής]], τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ [[ἀντιζηλία]] ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. | |lstext='''ἀντεράω''': ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι [[ἀντεραστής]], τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ [[ἀντιζηλία]] ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:10, 2 October 2022
English (LSJ)
A love in return, τῶν ἀντερώντων ίμέρῳ πεπληγμένος A.Ag. 544; ἐρῶν ἀντερᾶται X.Smp.8.3, cf. Bion Fr.8.1; ἀντερᾶν τινός Luc. DMar.1.5; ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Plu.Dio16. II rival in love, τινί Id.2.972d; ἀ. τινί τινος rival one in love for .., E.Rh.184: abs., τὸ ἀντερᾶν jealous love, Plu.Lyc.18.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ind. aor. pas. ἀντερασθῆναι Luc.Musc.Enc.10]
1 corresponder en amor τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι heridos por el amor de quienes os amaban A.A.544, c. gen. ἀντερᾷ δέ μου corresponde a mi amor X.Eph.5.1.5, ἀντερῴης αὐτοῦ Luc.DMar.1.5, Χαρικλέους ... ἀντερῶντος οὐχ ἧττον ἐκείνης Aristaenet.1.19.30, en v. pas. ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται X.Smp.8.3, ὄλβιοι <οἱ> φιλέοντες ἐπὴν ἴσον ἀντεράωνται Bio 12.1, ὑπὸ Πλάτωνος ἀντερᾶσθαι Plu.Dio 16.
2 rivalizar en amor c. dat. Ἀριστοφάνει Plu.2.972d, c. dat. y gen. del obj. amado ἵππων ἐμοί E.Rh.184, en pas. τῇ Σελήνῃ ... τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc.l.c.
•abs. λέγοιντ' ἂν ἀντερᾶν Ποσειδῶν καὶ Ἥλιος Ael.NA 14.28, τὸ ἀντερᾶν οὐκ ἦν no existía rivalidad en amar Plu.Lyc.18.
German (Pape)
[Seite 247] (s. ἐράω), 1) wieder lieben, οἱ ἀντερῶντες Aesch. Ag. 530; Sp., bes. im part. praes.; ἐρῶν αντερᾶται Xen. Symp. 8, 3. – 2) τινί τινος, Nebenbuhler sein, in der Liebe zu etwas, ἐρῶν τίγ' ἀντερᾷς ἵπ πων ἐμοί Eur. Rhes. 184; ἀντερασθῆναι τῇ. Σελήνῃ τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc. Musc. Enc. 10; ὁ ἀντερῶν τινι, Jemandes Nebenbuhler, Plut. sol. an. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rendre amour pour amour;
2 être rival en amour : τινι de qqn ; abs. τὸ ἀντερᾶν PLUT la rivalité en amour.
Étymologie: ἀντί, ἐράω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεράω: ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι ἀντεραστής, τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ ἀντιζηλία ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18.
Greek Monotonic
ἀντεράω:I. ανταγαπάω, σε Αισχύλ.· ἀντερᾶν τινος, σε Λουκ.
II. ἀντ. τινί τινος, είμαι αντίζηλος με κάποιον άλλο στον έρωτα, σε Ευρ.· απόλ., τὸ ἀντερᾶν, ζηλόφθονη αγάπη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεράω:
1) любить друг друга (οἱ ἀντερῶντες Aesch.); pass. быть взаимно любимым (ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται Xen.; ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Plut., Luc.);
2) быть соперником в любви (τινι Plut.): ἐρῶντί τινι ἀ. τινος Eur. соперничать с кем-л. в любви к кому(чему)-л.
Middle Liddell
I. to love in return, Aesch.; ἀντερᾶν τινός Luc.
II. ἀντ. τινί τινος to rival one in love for another, Eur.: absol., τὸ ἀντερᾶν jealous love, Plut.