ἀπροϊδής: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; [[μόρος]], ἄϊδος [[μυχός]] Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); [[νόσος]] Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; [[μόρος]], ἄϊδος [[μυχός]] Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); [[νόσος]] Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> imprévu;<br /><b>2</b> imprévoyant, qui agit à son insu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[προϊδεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροϊδής''': -ές, (προϊδεῖν) ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὅν δὲν προεῖδέ τις, [[ἀπρόοπτος]], «ἀφανὴς» καθ’ Ἡσύχ., Νικάνδρ. Θηρ. 2. 18, Ἀνθ. Π. 7. 213., 9 111. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ προϊδών, μὴ προσδοκῶν, ἀπρ. ἄνδρες Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 168. | |lstext='''ἀπροϊδής''': -ές, (προϊδεῖν) ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὅν δὲν προεῖδέ τις, [[ἀπρόοπτος]], «ἀφανὴς» καθ’ Ἡσύχ., Νικάνδρ. Θηρ. 2. 18, Ἀνθ. Π. 7. 213., 9 111. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ προϊδών, μὴ προσδοκῶν, ἀπρ. ἄνδρες Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 168. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:30, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ές, (προϊδεῖν) A unforeseen, Nic.Th.2,18, AP7.213 (Arch.), 9.111 (Id.). Adv. -ῶς Archig. ap. Orib.8.2.19. 2 Act., unforeseeing, prob. in Nonn.D.9.102, 48.757.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [-ῐ-]
I no visto previamente ἀπροϊδῆ τύψαντα que golpean a uno no visto previamente Nic.Th.2, σκορπίος Nic.Th.18, AP 7.213 (Arch.)
•no visto, secreto πίστις Nonn.Par.Eu.Io.12.42, ἀ. Χριστοῖο μαθητής Nonn.Par.Eu.Io.19.38, ἣ τότε Βάκχον ἑλοῦσα ... ἀπροϊδῆ ... κατεκλήισε Nonn.D.9.102
•imprevisto δαίμων IUrb.Rom.1250.12.i
II adv. -ῶς de manera imprevista ἀ. αὐτοὺς ἄγειν Archig. en Orib.8.2.19.
German (Pape)
[Seite 338] ές (προϊδεῖν), unvorhergesehen, unvermuthet, sp. D.; μόρος, ἄϊδος μυχός Archi. 31. 29 (IX, 111 VII, 213); νόσος Ep. ad. 677 (App. 260). Oft bei Nonn., z. B. D. 9, 102. 245.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 imprévu;
2 imprévoyant, qui agit à son insu.
Étymologie: ἀ, προϊδεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροϊδής: -ές, (προϊδεῖν) ὁ μὴ προβλεπόμενος, ὅν δὲν προεῖδέ τις, ἀπρόοπτος, «ἀφανὴς» καθ’ Ἡσύχ., Νικάνδρ. Θηρ. 2. 18, Ἀνθ. Π. 7. 213., 9 111. 2) ἐνεργ., ὁ μὴ προϊδών, μὴ προσδοκῶν, ἀπρ. ἄνδρες Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 168.
Greek Monolingual
ἀπροϊδής, -ές (Α)
αυτός που δεν φανερώνεται, ο κρυφός.
Greek Monotonic
ἀπροϊδής: -ές (προϊδεῖν), απρόβλεπτος, απρόοπτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροϊδής: непредвиденный (μόρος Anth.).
Middle Liddell
προϊδεῖν
unforeseen, Anth.