ἀργιβόειος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀργῐβόειος) -ον<br />[[de vacas blancas]] epít. de Eubea, poeta en Ael.<i>NA</i> 12.36. | |dgtxt=(ἀργῐβόειος) -ον<br />[[de vacas blancas]] epít. de Eubea, poeta en Ael.<i>NA</i> 12.36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux vaches blanches.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹, [[βοῦς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργιβόειος''': -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς [[βοῦς]], ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, [[ἔνθεν]] τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36. | |lstext='''ἀργιβόειος''': -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς [[βοῦς]], ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, [[ἔνθεν]] τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] ([[πρβλ]]. [[επταβόειος]], [[τετραβόειος]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] ([[πρβλ]]. [[επταβόειος]], [[τετραβόειος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, with white kine, of Euboea, Poet. ap. Ael.NA12.36 (ἀργίβοιος Lobeck).
Spanish (DGE)
(ἀργῐβόειος) -ον
de vacas blancas epít. de Eubea, poeta en Ael.NA 12.36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux vaches blanches.
Étymologie: ἀργός¹, βοῦς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργιβόειος: -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς βοῦς, ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, ἔνθεν τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36.
Greek Monolingual
ἀργιβόειος, η (Α)
αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)].