ἀστραγαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠστραγάλιζον;<br />jouer aux osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστρᾰγαλίζω''': ἀστραγάλοις [[παίζω]], [[παίζω]] τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων [[ἀναρρίπτω]] ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς [[Κρόνος]] ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· [[ἀστραγαλίζω]] τινί, [[παίζω]] μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
|lstext='''ἀστρᾰγαλίζω''': ἀστραγάλοις [[παίζω]], [[παίζω]] τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων [[ἀναρρίπτω]] ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς [[Κρόνος]] ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· [[ἀστραγαλίζω]] τινί, [[παίζω]] μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠστραγάλιζον;<br />jouer aux osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγαλίζω Medium diacritics: ἀστραγαλίζω Low diacritics: αστραγαλίζω Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: astragalízō Transliteration B: astragalizō Transliteration C: astragalizo Beta Code: a)stragali/zw

English (LSJ)

play with knucklebones, (ἀστράγαλοι), Pl.Ly.206e, Alc.1.110b; ἀ. ἄρτοις Cratin.165, cf. Telecl.1.14.

Spanish (DGE)

(ἀστρᾰγαλίζω)
• Prosodia: [-γᾰ-]
1 jugar a las tabas ἀστραγαλίζοντος αὐτοῦ IG 42.121.25 (Epidauro IV a.C.), παῖς Pl.Ly.206e, cf. Alc.1.110b, Telecl.1.14, Stratt.80, βουκόλοι ... ἀστραγαλίζοντες Philostr.Her.23.6, τοῖς ἀντερῶσιν ἀστραγαλίζων Aristaenet.1.23.6, cf. Cratin.176, Luc.DDeor.8.2.
2 οἱ ἀστραγαλίζοντες Los jugadores de tabas tít. de una obra de Policleto, Plin.HN 34.55.
3 adornar con astrágalos ἀστραγαλίσαι ἐπὶ τῶν ὑποποδίων ICr.3.2.1.8 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 376] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠστραγάλιζον;
jouer aux osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγαλίζω: ἀστραγάλοις παίζω, παίζω τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἀναρρίπτω ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· ἀστραγαλίζω τινί, παίζω μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.

Greek Monolingual

ἀστραγαλίζω (Α)
παίζω το παιχνίδι των αστραγάλων.

Greek Monotonic

ἀστρᾰγᾰλίζω: μέλ. -σω (ἀστράγαλος), παίζω με τους αστραγάλους (ἀστράγᾰλοι), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστρᾰγᾰλίζω: играть в кости или в бабки Plat.

Middle Liddell

ἀστράγαλος
to play with ἀστράγαλοι, Plat.