ἀπερυθριάω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0288.png Seite 288]] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />ne plus rougir, être impudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερυθριάω''': μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ [[ἐρύθημα]] εἰς ἓν [[μέρος]], «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς [[τότε]] ἀπερυθριᾶσαι [[μᾶλλον]] ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σπάδων]]: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) [[παύω]] νὰ εἶμαι [[ἐρυθρός]], ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4. | |lstext='''ἀπερυθριάω''': μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ [[ἐρύθημα]] εἰς ἓν [[μέρος]], «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς [[τότε]] ἀπερυθριᾶσαι [[μᾶλλον]] ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σπάδων]]: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) [[παύω]] νὰ εἶμαι [[ἐρυθρός]], ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu.1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43; πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d. Adv. ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10. 2 cease to be red or flushed, Luc.Lex.4.
Spanish (DGE)
1 de pers. no ruborizarse, perder la vergüenza κρεῖττον ... ἦν ... ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα mucho mejor era perder la vergüenza que crearme problemas Ar.Nu.1216, cf. D.C.53.34.8, Aristaenet.2.5.45, op. ἐρυθριᾶν: ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.Fr.527, cf. Plu.2.547b, en part. c. τολμᾶν Luc.Iud.Voc.8, Lib.Decl.15.43, ἀ. ... πρὸς πάντας Iul.Or.9.196d
•tard. c. inf. no avergonzarse de πῶς Λουκιανὸς ... ἀπηρυθρίασεν ... τὸν θεὸν βλασφημῆσαι Hippol.Haer.7.11.
2 de partes del cuerpo dejar de estar enrojecido, desenrojecer δέομαι Ἀσκληπιάδου τινὸς ὀφθαλμοσόφου, ὃς ... ἀπερυθριᾶσαι ... ποιήσει τοὺς ὀφθαλμούς Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 288] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα;
ne plus rougir, être impudent.
Étymologie: ἀπό, ἐρυθριάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυθριάω: μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ ἐρύθημα εἰς ἓν μέρος, «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς τότε ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σπάδων: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) παύω νὰ εἶμαι ἐρυθρός, ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
Greek Monotonic
ἀπερυθριάω: μέλ. -άσω [ᾱσω], παραμερίζω την ντροπή, τη βάζω στην άκρη, δεν κοκκινίζω από ντροπή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερυθριάω:
1) терять красноту: ἀπερυθριᾶσαι ποιεῖν τοὺς ὀφθαλμούς Luc. излечить глаза от красноты;
2) терять способность краснеть, становиться бесстыдным Arph., Men., Luc.