ἀσώδης: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ες, 1) ([[ἄσις]]) [[χέρσος]], schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0382.png Seite 382]] ες, 1) ([[ἄσις]]) [[χέρσος]], schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες:<br />dégoûté, blasé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄση]], -ωδης.<br /><span class="bld">2</span>ης, ες:<br />marécageux.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσώδης''': [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, [[ναυτιώδης]], [[ὀδύνη]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. [[ἀσωδῶς]] Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), [[ἰλυώδης]], [[βορβορώδης]], χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32. | |lstext='''ἀσώδης''': [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, [[ναυτιώδης]], [[ὀδύνη]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. [[ἀσωδῶς]] Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), [[ἰλυώδης]], [[βορβορώδης]], χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:50, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ες, (ἄση)
A attended with nausea, ὀδύνη prob. in Hp.Art. 19; nauseating, suffering from nausea, nauseated, disgusted, Id.Acut.67; ἀ. στόμαχοι Dsc.1.17; surfeited, Plu.2.974b. Adv. ἀσωδῶς, Ion. ἀσωδέως = with nausea Gal.10.437.
II (ἄσις) slimy, muddy, A.Supp.31 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pantanoso χέρσος A.Supp.31.
2 arenoso Hsch.
-ες
medic.
I 1que siente náuseas οἱ ἀσώδεες los pacientes con náuseas Hp.Acut.67, cf. Epid.1.26.9, Prorrh.1.76, Coac.19, ἀσώδεις στόμαχοι Dsc.1.17, ἀσώδης ὁ κάμνων Gal.15.833.
2 que comporta náusea τὰ ἐξ ἐμέτου ἀσώδεος ... μανικά los delirios maníacos a partir de un vómito con náuseas Hp.Prorrh.1.17, οἱ ... ἀσώδεες πυρετοί Hp.Coac.34, τὰ ἐπιμήνια ... ἀσώδεα Hp.Mul.2.175, ἀσώδεις διαθέσεις Gal.13.122
•neutr. como subst. τὸ ἀσῶδες náusea Hp.Art.19, Prorrh.1.162, 165.
II adv. ἀσωδῶς, jón. ἀσωδέως = con náusea, con ansiedad τὸ ὑπορέγχειν ἀ. Hp.Coac.18, ἀ. κνήσεσθαι Gal.10.437.
German (Pape)
[Seite 382] ες, 1) (ἄσις) χέρσος, schlammig, versandet, Aesch. Suppl. 31. – 2) (ἄση), Ekel erregend, lästig, Galen.; Ekel empfindend, Plut. Sol. an. 20.
French (Bailly abrégé)
1ης, ες:
dégoûté, blasé.
Étymologie: ἄση, -ωδης.
2ης, ες:
marécageux.
Étymologie: ἄσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσώδης: [ᾰ], (ἄση) μετ’ ἄσης, μετὰ ναυτίας, ναυτιώδης, ὀδύνη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· ὁ πάσχων ἐκ ναυτιάσως, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 395· ― Ἐπίρρ. ἀσωδῶς Ὀρειβάσ. ἐν Chirurg. Vett. 73. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄσις), ἰλυώδης, βορβορώδης, χέρσῳ τῇδ’ ἐν ἀσώδει Αἰσχύλ. Ἱκ. 32.
Greek Monolingual
(I)
ἀσώδης, -ες (Α) άση
1. αυτός που αισθάνεται αηδία ή ναυτία από το υπερβολικό φαγητό, αυτός που έφαγε μέχρι κορεσμού
2. εκείνος που συνοδεύεται από ναυτία («ἀσώδης ὀδύνη»).
(II)
ἀσώδης, -ες (Α) άσις
λασπωμένος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσώδης: ἄση пресыщенный, наевшийся до отвала Plut.
ἄσις илистый (χέρσος Aesch.).