ἁπλοΐζομαι: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] dep. med., einfach, offen sein u. handeln, πρὸς τοὺς φίλους ἅπαντα, in allen Stücken, Xen. Mem. 4, 2, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0293.png Seite 293]] dep. med., einfach, offen sein u. handeln, πρὸς τοὺς φίλους ἅπαντα, in allen Stücken, Xen. Mem. 4, 2, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />agir simplement <i>ou</i> franchement.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπλοΐς]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπλοΐζομαι''': ἀποθ. ([[ἁπλοῦς]]): ― φέρομαι [[ἁπλῶς]], φανερῶς, ἐλευθέρως, εἰλικρινῶς, πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· πρβλ. Δίωνα Κ. 65. 7. Τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αυτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 187. | |lstext='''ἁπλοΐζομαι''': ἀποθ. ([[ἁπλοῦς]]): ― φέρομαι [[ἁπλῶς]], φανερῶς, ἐλευθέρως, εἰλικρινῶς, πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· πρβλ. Δίωνα Κ. 65. 7. Τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αυτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 187. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:08, 2 October 2022
English (LSJ)
(ἁπλοῦς) behave simply, deal frankly, πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18; to be simple in habits, D.C.65.7; to be reduced to simplicity, Dam.Pr.32.—Act. in same sense, Sch.Od.6.187.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tard. act. Sch.Od.6.187]
1 de pers. ser sencillo o natural πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18, cf. Sch.Od.l.c.
•abs. ser de costumbres sencillas D.C.65.7.1.
2 reducirse a una unidad πάντα Dam.Pr.32.
German (Pape)
[Seite 293] dep. med., einfach, offen sein u. handeln, πρὸς τοὺς φίλους ἅπαντα, in allen Stücken, Xen. Mem. 4, 2, 18.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
agir simplement ou franchement.
Étymologie: ἁπλοΐς.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλοΐζομαι: ἀποθ. (ἁπλοῦς): ― φέρομαι ἁπλῶς, φανερῶς, ἐλευθέρως, εἰλικρινῶς, πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· πρβλ. Δίωνα Κ. 65. 7. Τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αυτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 187.
Greek Monolingual
ἀπλοΐζομαι (Α)
συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους.
Greek Monotonic
ἁπλοΐζομαι: αποθ. (ἁπλοῦς), συμπεριφέρομαι με παρρησία ή ειλικρίνεια, πρὸςτοὺς φίλους, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁπλοΐζομαι: поступать открыто, действовать прямо (πρός τινα Xen.).