ἄληκτος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] unaufhörlich, [[πένθος]] Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. [[ἄλληκτος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0095.png Seite 95]] unaufhörlich, [[πένθος]] Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. [[ἄλληκτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λήγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄληκτος''': -ον, ([[λήγω]]) ὁ μὴ λήγων, [[διαρκής]], [[ἀδιάκοπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. [[ἄλληκτος]].
|lstext='''ἄληκτος''': -ον, ([[λήγω]]) ὁ μὴ λήγων, [[διαρκής]], [[ἀδιάκοπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. [[ἄλληκτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λήγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 14:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄληκτος Medium diacritics: ἄληκτος Low diacritics: άληκτος Capitals: ΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: álēktos Transliteration B: alēktos Transliteration C: aliktos Beta Code: a)/lhktos

English (LSJ)

(A), ον, (λήγω)
A unceasing, πένθος IG14.2126.6; δίψα Ph.1.381, al.; interminable, βυβλίον Demetr.Lac.Herc.1061.7. Adv. ἀλήκτως Ph.2.420; ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.
(B), ον,
A = ἄδαστος, Eust.64.40; cf. ἄλληκτος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἄλληκτος AB 202.17
no dividido, no repartido en lotes Eust.64.40, AB l.c.
• Etimología: Cf. λαγχάνω, λῆξις.
-ον
• Alolema(s): ép., poét. ἄλληκτος
I 1incesante Νότος Od.12.325, ὀδύναι S.Tr.985, Luc.Dips.4, πένθος LXX 3Ma.4.2, GVI 1280.3 (Roma II/III d.C.), δίψα Ph.1.381
neutr. como adv. ἄλληκτον, ἄλληκτα incesantemente, Il.2.452, ἄ. γελόωσι Call.Dian.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.
2 implacable, que no ceja θυμός Il.9.636.
II 1interminable, que no tiene final una explicación, Demetr.Lac.Geom.16.5
eterno ἄ. ... καὶ ἀγήρως αἰών Basil.M.32.192B.
2 que tiene validez permanente φωνή PMasp.97ue.87 (VI d.C.).
3 gram. carente de desinencia o terminación τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα An.Ox.4.338.
III adv. -ως incesantemente Ph.2.420, ἀλήκτως ἔχοντες καὶ ἀκορέστως τῆς ἀπολαύσεως incesante e insaciablemente deseando el placer Eun.VS 458.
• Etimología: Cf. λήγω.

German (Pape)

[Seite 95] unaufhörlich, πένθος Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. ἄλληκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: , λήγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄληκτος: -ον, (λήγω) ὁ μὴ λήγων, διαρκής, ἀδιάκοπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. ἄλληκτος.

English (Autenrieth)

(λήγω): unceasing; adv. -τον, unceasingly.

Greek Monolingual

(I)
ἄληκτος, -ον (AM) λήγω
1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»
2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος
«μῆνα δὲ πάντ' ἄληκτος ἄη Νότος» — όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ..
(II)
ἄληκτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με κλήρωση
επίρρ. ἀληκτί: χωρίς να γίνει κλήρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄληκτος -ον [ἀ-, λήγω onophoudelijk, waaraan geen einde komt.