ἐναέριος: Difference between revisions
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἐνᾱέριος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἐνηέριος]] Orph.<i>H</i>.25.8, Synes.<i>Hymn</i>.2.176<br />[[aéreo]], [[que está o va por el aire]] ζῶα Ti.Locr.101c, op. [[ἔνυδρος]] Str.17.1.36, Gal.5.883, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.304, Basil.<i>Hex</i>.8.8, op. [[χερσαῖος]] Gr.Nyss.<i>Hom.in</i> 1<i>Cor</i>.15.28.10.22, δυνάμεις op. [[ἐναιθέριος]] y [[ἔνυδρος]] <i>Placit</i>.1.7.31, μεῖξις ref. al apareamiento de las moscas, Luc.<i>Musc.Enc</i>.6, de las aguas pluviales op. [[ἔγγειος]] Them.<i>Or</i>.13.168b, φῶς Eus.<i>PE</i> 15.11.3, πνεῦμα Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.1.39, οἳ (ἀθάνατοι) ... ἐνηέριοί τε ποτῶνται Orph.l.c., cf. Cels.Phil.8.35, Porph.<i>Gaur</i>.10.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐναέριον [[ser aéreo]], [[criatura del aire]] τὸ περιοικοῦν τῶν ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων M.Ant.12.24, cf. Plu.<i>Fr</i>.121, op. τὰ οὐράνια, ἐπιχθόνια, ὑποχθόνια Synes.l.c., def. como πνεῦμα ἀκάθαρτον Sud. | |dgtxt=(ἐνᾱέριος) -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἐνηέριος]] Orph.<i>H</i>.25.8, Synes.<i>Hymn</i>.2.176<br />[[aéreo]], [[que está o va por el aire]] ζῶα Ti.Locr.101c, op. [[ἔνυδρος]] Str.17.1.36, Gal.5.883, Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.304, Basil.<i>Hex</i>.8.8, op. [[χερσαῖος]] Gr.Nyss.<i>Hom.in</i> 1<i>Cor</i>.15.28.10.22, δυνάμεις op. [[ἐναιθέριος]] y [[ἔνυδρος]] <i>Placit</i>.1.7.31, μεῖξις ref. al apareamiento de las moscas, Luc.<i>Musc.Enc</i>.6, de las aguas pluviales op. [[ἔγγειος]] Them.<i>Or</i>.13.168b, φῶς Eus.<i>PE</i> 15.11.3, πνεῦμα Gr.Nyss.<i>Eun</i>.3.1.39, οἳ (ἀθάνατοι) ... ἐνηέριοί τε ποτῶνται Orph.l.c., cf. Cels.Phil.8.35, Porph.<i>Gaur</i>.10.6<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐναέριον [[ser aéreo]], [[criatura del aire]] τὸ περιοικοῦν τῶν ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων M.Ant.12.24, cf. Plu.<i>Fr</i>.121, op. τὰ οὐράνια, ἐπιχθόνια, ὑποχθόνια Synes.l.c., def. como πνεῦμα ἀκάθαρτον Sud. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est <i>ou</i> vit dans l'air, aérien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνᾱέριος''': -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι διατρίβων, τῶν ἐναερίων ζῴων Τίμ. Λοκρ. 101C· [[μῖξις]] Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6. | |lstext='''ἐνᾱέριος''': -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι διατρίβων, τῶν ἐναερίων ζῴων Τίμ. Λοκρ. 101C· [[μῖξις]] Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, in the air, ζῷα Ti.Locr.101c, Gal.Thras.40; μεῖξις Luc.Musc.Enc.6; opp. ἔγγειος, Them.Or.13.168b. cf. Porph.Gaur. 10.6.
Spanish (DGE)
(ἐνᾱέριος) -ον
• Alolema(s): ἐνηέριος Orph.H.25.8, Synes.Hymn.2.176
aéreo, que está o va por el aire ζῶα Ti.Locr.101c, op. ἔνυδρος Str.17.1.36, Gal.5.883, Gr.Nyss.Eun.1.304, Basil.Hex.8.8, op. χερσαῖος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.15.28.10.22, δυνάμεις op. ἐναιθέριος y ἔνυδρος Placit.1.7.31, μεῖξις ref. al apareamiento de las moscas, Luc.Musc.Enc.6, de las aguas pluviales op. ἔγγειος Them.Or.13.168b, φῶς Eus.PE 15.11.3, πνεῦμα Gr.Nyss.Eun.3.1.39, οἳ (ἀθάνατοι) ... ἐνηέριοί τε ποτῶνται Orph.l.c., cf. Cels.Phil.8.35, Porph.Gaur.10.6
•subst. τὸ ἐναέριον ser aéreo, criatura del aire τὸ περιοικοῦν τῶν ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων M.Ant.12.24, cf. Plu.Fr.121, op. τὰ οὐράνια, ἐπιχθόνια, ὑποχθόνια Synes.l.c., def. como πνεῦμα ἀκάθαρτον Sud.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est ou vit dans l'air, aérien.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾱέριος: -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι διατρίβων, τῶν ἐναερίων ζῴων Τίμ. Λοκρ. 101C· μῖξις Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναέριος, -ον)
αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος»)
μσν.
1. ουράνιος
2. ψηλός.
επίρρ...
εναερίως
κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.
Greek Monotonic
ἐνᾱέριος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾱέριος:
1) живущий (высоко) в воздухе (ζῷα Plat.);
2) совершающийся на лету (μῖξις, sc. τῶν μυιῶν Luc.).
Middle Liddell
ἐν-ᾱέριος, ον adj
in the air, Luc.