ἐξόρκωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] ἡ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Her. 4, 154. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] ἡ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Her. 4, 154. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de faire prêter serment.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξορκόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξόρκωσις''': -εως, ἡ, δι᾿ ὅρκου ὑποχρέωσις. ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρχου, ἀπολύων ἑαυτὸν (ὁ Θεμίσων) τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὅρκου ὃν ἐπέβαλεν αὐτῷ ὁ Ἐτέαρχος, Ἡρόδ. 4. 154. Ἴδε [[ἀφοσιόω]] ΙΙ. 2. | |lstext='''ἐξόρκωσις''': -εως, ἡ, δι᾿ ὅρκου ὑποχρέωσις. ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρχου, ἀπολύων ἑαυτὸν (ὁ Θεμίσων) τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὅρκου ὃν ἐπέβαλεν αὐτῷ ὁ Ἐτέαρχος, Ἡρόδ. 4. 154. Ἴδε [[ἀφοσιόω]] ΙΙ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:05, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A binding by oath, Id.4.154. II exorcism, J.AJ8.2.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 887] ἡ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Her. 4, 154.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire prêter serment.
Étymologie: ἐξορκόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δι᾿ ὅρκου ὑποχρέωσις. ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρχου, ἀπολύων ἑαυτὸν (ὁ Θεμίσων) τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὅρκου ὃν ἐπέβαλεν αὐτῷ ὁ Ἐτέαρχος, Ἡρόδ. 4. 154. Ἴδε ἀφοσιόω ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
ἐξόρκωσις, η (Α) εξορκώ
1. ένορκη υποχρέωση
2. εξορκισμός.
Greek Monotonic
ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δέσμευση μέσω όρκου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξόρκωσις: εως ἡ обязывание клятвой: ἐ. τοῦ Ἐτεάρχου Her. клятва, данная Этеарху.