ἐξορκόω: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] schwören lassen, vereidigen, die üblichere Form für [[ἐξορκίζω]], τινά, Her. 3, 133. 4, 154; ὀμνύντων ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἀρχαί· ἐξορκούντων δὲ οἱ πρυτάνεις Thuc. 5, 47; Dem. 59, 78 u. A.; τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]], bei der Styr, Her. 6, 74. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0887.png Seite 887]] schwören lassen, vereidigen, die üblichere Form für [[ἐξορκίζω]], τινά, Her. 3, 133. 4, 154; ὀμνύντων ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἀρχαί· ἐξορκούντων δὲ οἱ πρυτάνεις Thuc. 5, 47; Dem. 59, 78 u. A.; τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]], bei der Styr, Her. 6, 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire prêter serment ; [[ἐξ]]. τινα avec l'inf. fut. faire jurer que ; [[ἐξ]]. τινα τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] HDT faire jurer qqn par l'eau du Styx.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρκόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξορκόω''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] τοῦ [[ἐξορκίζω]] (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· [[συχνάκις]] ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] ὁ αὐτὸς 6. 74. | |lstext='''ἐξορκόω''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] τοῦ [[ἐξορκίζω]] (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· [[συχνάκις]] ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] ὁ αὐτὸς 6. 74. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:05, 2 October 2022
English (LSJ)
earlier form of ἐξορκίζω, administer an oath to one, c. acc. pers., or abs., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Foed. ap. Th.5.47, cf. D.21.65, IG22.1174.15: c. fut. inf., ib.2.841b35: followed by ἦ μήν (Ion. ἦ μέν) Hdt.3.133,4.154: later, c. pres. inf., J.AJ9.7.4: c. acc. pers. et rei, make one swear by, ἐ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕσωρ Hdt.6.74.
German (Pape)
[Seite 887] schwören lassen, vereidigen, die üblichere Form für ἐξορκίζω, τινά, Her. 3, 133. 4, 154; ὀμνύντων ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἀρχαί· ἐξορκούντων δὲ οἱ πρυτάνεις Thuc. 5, 47; Dem. 59, 78 u. A.; τὸ Στυγὸς ὕδωρ, bei der Styr, Her. 6, 74.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire prêter serment ; ἐξ. τινα avec l'inf. fut. faire jurer que ; ἐξ. τινα τὸ Στυγὸς ὕδωρ HDT faire jurer qqn par l'eau du Styx.
Étymologie: ἐξ, ὁρκόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξορκόω: ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ἐξορκίζω (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· συχνάκις ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., κάμνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕδωρ ὁ αὐτὸς 6. 74.
Greek Monotonic
ἐξορκόω: μέλ. -ώσω, ορκίζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον να δώσει όρκο, με αιτ. προσ., ή απόλ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις, παρά Θουκ., Δημ.· ακολουθ. από ἦ μήν (Ιων. ἦ μέν) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε κάτι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξορκόω: обязывать клятвой, заставлять (по)клясться (τινα Her., Dem., Plut.): Ἀθήνησιν ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Thuc. в Афинах пусть пританеи приводят к присяге (членов совета и городские власти); ἐ. τινα τὸ Στυγὸς ὕδωρ Her. заставить кого-л. поклясться водой Стикса.
Middle Liddell
fut. ώσω
to swear a person, administer an oath to one, c. acc. pers., or absol., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Foed. ap. Thuc., Dem.; followed by ἦ μήν (ionic ἦ μέν) c. inf. fut., Hdt., etc.: c. acc. rei, to make one swear by a thing, Hdt.