ἐπαγείρω: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0893.png Seite 893]] zusammenbringen; von leblosen Dingen, Il. 1, 126; von Menschen, Pind. P. 9, 54, in tmesi; pass. sich versammeln, Od. 11, 631. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0893.png Seite 893]] zusammenbringen; von leblosen Dingen, Il. 1, 126; von Menschen, Pind. P. 9, 54, in tmesi; pass. sich versammeln, Od. 11, 631. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=rassembler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀγείρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαγείρω''': [[συναθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συλλέγω]], ἐπὶ πραγμάτων, λαοὺς δ’ οὐκ [[ἐπέοικε]] παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν, «οὐ προσῆκόν ἐστιν εἰς τὸ αὐτὸ [[πάλιν]] συναγαγεῖν τοὺς Ἕλληνας τὰ [[ἅπαξ]] φθάσαντα αὐτοῖς διαμερισθῆναι χρήματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, συναθροίζομαι, πρὶν ἐπὶ ἔθνε’ ἐγείρετο Ὀδ. Λ. 631· πρβλ. Πίνδ. Π. 9. 93. | |lstext='''ἐπαγείρω''': [[συναθροίζω]] ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συλλέγω]], ἐπὶ πραγμάτων, λαοὺς δ’ οὐκ [[ἐπέοικε]] παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν, «οὐ προσῆκόν ἐστιν εἰς τὸ αὐτὸ [[πάλιν]] συναγαγεῖν τοὺς Ἕλληνας τὰ [[ἅπαξ]] φθάσαντα αὐτοῖς διαμερισθῆναι χρήματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, συναθροίζομαι, πρὶν ἐπὶ ἔθνε’ ἐγείρετο Ὀδ. Λ. 631· πρβλ. Πίνδ. Π. 9. 93. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 15:15, 2 October 2022
English (LSJ)
gather together, collect, of things, Il.1.126:—Pass., of men, assemble, πρὶν ἐπὶ ἔθνε' ἀγείρετο Od.11.632, cf. Pi.P.9.54 (Act.).
German (Pape)
[Seite 893] zusammenbringen; von leblosen Dingen, Il. 1, 126; von Menschen, Pind. P. 9, 54, in tmesi; pass. sich versammeln, Od. 11, 631.
French (Bailly abrégé)
rassembler.
Étymologie: ἐπί, ἀγείρω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγείρω: συναθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγω, ἐπὶ πραγμάτων, λαοὺς δ’ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ’ ἐπαγείρειν, «οὐ προσῆκόν ἐστιν εἰς τὸ αὐτὸ πάλιν συναγαγεῖν τοὺς Ἕλληνας τὰ ἅπαξ φθάσαντα αὐτοῖς διαμερισθῆναι χρήματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, συναθροίζομαι, πρὶν ἐπὶ ἔθνε’ ἐγείρετο Ὀδ. Λ. 631· πρβλ. Πίνδ. Π. 9. 93.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἐπαγείρω call together “ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” (P. 9.54)
Greek Monolingual
ἐπαγείρω (Α)
συναθροίζω, συγκεντρώνω («λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῡτ' ἐπαγείρειν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αγείρω «συγκεντρώνω»].
Greek Monotonic
ἐπᾰγείρω: μέλ. -ᾰγερῶ, συναθροίζω, συγκεντρώνω, συλλέγω, λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., λέγεται για ανθρώπους, συναθροίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγείρω: собирать, нагромождать, накоплять (λαὸν ἐς ὄχθον Pind. - in tmesi); παλίλλογα ἐ. Hom. возвращать то, что было получено; ἐπὶ ἔθνεα ἀγείρετο Hom. сонмы (душ) слетелись.
Middle Liddell
fut. -ᾰγερῶ
to gather together, collect, of things, Il.:—Pass., of men, to assemble, Od.