ἐπέλευσις: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0914.png Seite 914]] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />ce qui survient, événement.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι, <i>f. de</i> [[ἐπέρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέλευσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπέρχομαι]]) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, [[ἔλευσις]], «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.
|lstext='''ἐπέλευσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπέρχομαι]]) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, [[ἔλευσις]], «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />ce qui survient, événement.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι, <i>f. de</i> [[ἐπέρχομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπέλευσις:''' εως ἡ [[случайное обстоятельство]], [[случайность]] Plut.
|elrutext='''ἐπέλευσις:''' εως ἡ [[случайное обстоятельство]], [[случайность]] Plut.
}}
}}

Revision as of 15:16, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέλευσις Medium diacritics: ἐπέλευσις Low diacritics: επέλευσις Capitals: ΕΠΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: epéleusis Transliteration B: epeleusis Transliteration C: epelefsis Beta Code: e)pe/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A coming on or to, arrival, ὄχλων Cat.Cod. Astr. 7.132, cf. Eust. 1574.59; touching on a thing, survey of it, Id. ad D. P. Prooem.p.71 B.; so [μέγεθος] ἐν διεξόδῳ καὶ ἐ. καθ' ἕκαστον μέρος αἰσθανόμεθα Plot.2.8.1, cf. Them.in de An.30.33. 2 adventitious impulse, Chrysipp.Stoic.2.282. 3 in Law, prosecution, PFay. 26.14 (ii A. D.), POxy.1638.13 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 914] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ce qui survient, événement.
Étymologie: ἐπελεύσομαι, f. de ἐπέρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέλευσις: -εως, ἡ, (ἐπέρχομαι) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, ἔλευσις, «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέλευσις: εως ἡ случайное обстоятельство, случайность Plut.