ἐπωθέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1015.png Seite 1015]] (s. [[ὠθέω]]), dahin, dazu stoßen, drängen, [[ὄπισθεν]] Plut. Agis 19, τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππέας Crass. 27, u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1015.png Seite 1015]] (s. [[ὠθέω]]), dahin, dazu stoßen, drängen, [[ὄπισθεν]] Plut. Agis 19, τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππέας Crass. 27, u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐπώσω;<br />pousser sur <i>ou</i> contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὠθέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπωθέω''': ἐπωθῶ, σπρώχνω, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 4, Προβλ. 16. 8, 7· οὐ τοῦ τὴν ὁρμὴν ἐπώσοντος δεῖται Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλ. 445. 19. 2) ἐμπήγω μὲ δύναμιν, ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 27· | |lstext='''ἐπωθέω''': ἐπωθῶ, σπρώχνω, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 4, Προβλ. 16. 8, 7· οὐ τοῦ τὴν ὁρμὴν ἐπώσοντος δεῖται Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλ. 445. 19. 2) ἐμπήγω μὲ δύναμιν, ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 27· | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:35, 2 October 2022
English (LSJ)
A push on, impel, ἐπὶ ῥίον ὦσεν ἄναξ h.Ap.382, cf. Arist.Mete. 370b23, Pr.915a2, Arr.Tact.16.13; ἐ. ὁρμήν Agatharch.14; παχὺν ἐ. τῷ σιδήρῳ τὸν κοντόν dub.l. in Plu.Crass.27. 2 Pass., of tumours, to be brought to a head, v.l. in Hp.Epid.7.105.
German (Pape)
[Seite 1015] (s. ὠθέω), dahin, dazu stoßen, drängen, ὄπισθεν Plut. Agis 19, τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππέας Crass. 27, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἐπώσω;
pousser sur ou contre.
Étymologie: ἐπί, ὠθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωθέω: ἐπωθῶ, σπρώχνω, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1. 4, Προβλ. 16. 8, 7· οὐ τοῦ τὴν ὁρμὴν ἐπώσοντος δεῖται Ἀγαθαρχίδης ἐν Φωτ. Βιβλ. 445. 19. 2) ἐμπήγω μὲ δύναμιν, ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῖς Πλουτ. Κράσσ. 27·
Greek Monotonic
ἐπωθέω: μέλ. -ήσω, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, μπήγω, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπωθέω: (fut. ἐπώσω)1) толкать, ударять (ὄπισθεν Arst.);
2) втыкать, вонзать (κοντὸν εἴς τινα Plut.).