ἑρματίζω: Difference between revisions
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] = [[ἑρμάζω]], feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν [[ἀκρωτήριον]], ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. [[ἕρμα]]); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] = [[ἑρμάζω]], feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν [[ἀκρωτήριον]], ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. [[ἕρμα]]); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. Pass.</i> ἡρμάτισμαι;<br /><b>1</b> étayer, soutenir;<br /><b>2</b> lester;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑρματίζομαι se lester. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑρμᾰτίζω''': [[ἑρμάζω]], [[ὑποστηρίζω]] διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω [[ἕρμα]], σαβοῦρραν ([[ἕρμα]] 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., [[ἑρματίζω]], ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319. | |lstext='''ἑρμᾰτίζω''': [[ἑρμάζω]], [[ὑποστηρίζω]] διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω [[ἕρμα]], σαβοῦρραν ([[ἕρμα]] 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., [[ἑρματίζω]], ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A = ἑρμάζω, support by means of a sling, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Hp.Fract.23. II (ἕρμα 1.4) steady as by ballast, ἑ. ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plu.2.967b:—Med., ballast themselves, λιθιδίοις ib.979b: —Pass., τοῖς ἀξιολόγοις ἀγαθοῖς ἡρματίσθαι Phld.Mort.18. 2 trans. in Med., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται they take brides into their houses as ballast, E.Fr.402.8, cf. Lyc.1319.
German (Pape)
[Seite 1032] = ἑρμάζω, feststellen, Hippocr.; – mit Ballast beladen, von den Bienen, ἀνεμῶδές τι μέλλουσαι κάμπτειν ἀκρωτήριον, ἑρματίζουσιν ἑαυτὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ παραφέρεσθαι μικροῖς λιθιδίοις Plut. sol. anim. 10; so auch im med., ibd. 23 (vgl. ἕρμα); – aufladen, auf ein Schiff, εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο Lycophr. 1319, Schol. εἰς τὴν Ἀργὼ ἀνεβίβασεν; übertr., νύμ φας ἐς οἴκους ἑρματίζονται Eur. fr. In. 14.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. ἡρμάτισμαι;
1 étayer, soutenir;
2 lester;
Moy. ἑρματίζομαι se lester.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμᾰτίζω: ἑρμάζω, ὑποστηρίζω διὰ χειρογραφικὴς ἀρτάνης, τῆς κνήμης ἡρματισμένης Ἱππ. π. Ἀγμ. 766. ΙΙ. ἐπιθέτω ἕρμα, σαβοῦρραν (ἕρμα 1. 5), ἑρμ. ἑαυτοὺς λιδιθίοις Πλούτ. 2. 967Β. ― Μέσ., ἑρματίζω, ἐμαυτόν, ἱσορροπῶ, λιδιθίοις αὐτόθ. 979D· ἀλλὰ μεταβ., νύμφας ἐς οἴκους ἑρματίζονται, παραλαμβάνουσι νύμφας εἰς τὰς οἰκίας των ὡς ἑρμα. Εὐρ. Ἀποσπ. 406. 8, πρβλ. Λυκόφρ. 1319.
Greek Monolingual
(AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) έρμα
τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο
αρχ.
1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.)
2. μέσ. ἑρματίζομαι
α) ισορροπῶ
β) παίρνω κάτι ως στήριγμα.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμᾰτίζω: ἕρμα I]
1) тж. med. подпирать, удерживать в равновесии, делать устойчивым (ἑαυτοὺς λιθιδίοις Plut.);
2) med. брать себе в качестве груза (τινὰ εἰς οἴκους Eur.).