ἑτεροκλινής: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; [[χωρίον]] Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρθώθη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν [[πρός]] τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; [[χωρίον]] Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρθώθη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν [[πρός]] τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche d’un côté.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[κλίνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτεροκλινής''': -ές, ῥέπων, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], κεκλιμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, Δίων Κ. 57. 21· [[χωρίον]] ἑτ., κατωφερὲς [[μέρος]], Ξεν. Κυν. 2. 7. -Ἐπίρρ. ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρὸς ἡδονήν, ἔχειν ῥοπήν, κλίσιν, προδιάθεσιν πρὸς αὐτήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7.
|lstext='''ἑτεροκλινής''': -ές, ῥέπων, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], κεκλιμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, Δίων Κ. 57. 21· [[χωρίον]] ἑτ., κατωφερὲς [[μέρος]], Ξεν. Κυν. 2. 7. -Ἐπίρρ. ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρὸς ἡδονήν, ἔχειν ῥοπήν, κλίσιν, προδιάθεσιν πρὸς αὐτήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui penche d’un côté.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[κλίνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροκλῐνής Medium diacritics: ἑτεροκλινής Low diacritics: ετεροκλινής Capitals: ΕΤΕΡΟΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: heteroklinḗs Transliteration B: heteroklinēs Transliteration C: eteroklinis Beta Code: e(teroklinh/s

English (LSJ)

ές, leaning to one side, uneven, Hp.Art.24; of a building, D.C.57.21; τὰ ἑ. τῶν χωρίων sloping ground, X. Cyn.2.7. Adv. -νῶς one-sidedly, Sor.2.62; ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν to have a propensity to it, Arr.Epict.3.12.7.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; χωρίον Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρθώθη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui penche d’un côté.
Étymologie: ἕτερος, κλίνη.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροκλινής: -ές, ῥέπων, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, κεκλιμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, Δίων Κ. 57. 21· χωρίον ἑτ., κατωφερὲς μέρος, Ξεν. Κυν. 2. 7. -Ἐπίρρ. ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρὸς ἡδονήν, ἔχειν ῥοπήν, κλίσιν, προδιάθεσιν πρὸς αὐτήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές
μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών
αρχ.
κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).
επίρρ...
ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)
με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλινής (< κλίνω), πρβλ. α-κλινής].

Greek Monotonic

ἑτεροκλῐνής: -ές (κλίνω), αυτός που κλίνει προς ένα μέρος, κατηφορικός, κεκλιμένος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἑτεροκλῐνής: наклонный, покатый: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν χωρίων Xen. покатые места, отлогие спуски.

Middle Liddell

ἑτερο-κλῐνής, ές κλίνω
leaning to one side, sloping, Xen.