ἰσοζυγής: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1264.png Seite 1264]] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1264.png Seite 1264]] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοζῠγής''': -ές, [[ἴσος]] τὸ [[μέγεθος]], ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων [[ζεῦγος]] ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.
|lstext='''ἰσοζῠγής''': -ές, [[ἴσος]] τὸ [[μέγεθος]], ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων [[ζεῦγος]] ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[ἰσόζυγος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοζῠγής Medium diacritics: ἰσοζυγής Low diacritics: ισοζυγής Capitals: ΙΣΟΖΥΓΗΣ
Transliteration A: isozygḗs Transliteration B: isozygēs Transliteration C: isozygis Beta Code: i)sozugh/s

English (LSJ)

ές, evenly balanced: equal, AP10.16.3 (Theaet.).

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich gejocht, übh. gleich, κυπάρισσοι Theaet. Schol. 2 (X, 16).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. ἰσόζυγος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοζῠγής: -ές, ἴσος τὸ μέγεθος, ἰσοζυγέων κυπαρίσσων, ἀποτελούντων ζεῦγος ἴσον καθ’ ὅλα, Ἀνθ. Π. 10. 16.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοζυγής, -ές)
ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο
αρχ.
ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγής (< θ. ζυγ-, πρβλ. -ζύγ-ην, παθ. αόρ. του ζεύγνυμι), πρβλ. μονοζυγής, νεοζυγής].

Greek Monotonic

ἰσοζῠγής: -ές (ζυγόν), αυτός που είναι ίσος στο μέγεθος με κάποιον άλλον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοζῠγής: составляющий пару с другим (точнее годный для парной запряжки), т. е. одинаковый (κυπάρυσσοι Anth.).

Middle Liddell

ἰσο-ζῠγής, ές ζυγόν
evenly balanced: equal, Anth.