ἰσόμετρος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich an Maaß, Ephipp. bei Ath. XI. 509 e u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1265.png Seite 1265]] gleich an Maaß, Ephipp. bei Ath. XI. 509 e u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσομέτρητος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόμετρος''': -ον, = [[ἰσομέτρητος]], Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, 9. - Ἐπίρρ. ἰσομέτρως, ἐν ἴσῳ μέτρῳ, Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 637Α, Διδ. Ἀλ. 307Α, 393D.
|lstext='''ἰσόμετρος''': -ον, = [[ἰσομέτρητος]], Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, 9. - Ἐπίρρ. ἰσομέτρως, ἐν ἴσῳ μέτρῳ, Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 637Α, Διδ. Ἀλ. 307Α, 393D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἰσομέτρητος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[μέτρο]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[σύμμετρος]], [[συμμετρικός]], αναλογικός<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις<br />(μσν.- αρχ.) [[ισομήκης]], [[ισομεγέθης]] («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — [[τίτλος]] έργου του Ζηνοδώρου<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμετρον</i><br /><b>πάπ.</b> [[άγαλμα]] που έχει φυσικές διαστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομέτρως</i> και <i>ισόμετρα</i> (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)<br />σε ίσο [[μέτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε ίσο βαθμό<br /><b>2.</b> με [[ισότητα]], [[χωρίς]] [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>μετρος</i>, <i>μονό</i>-<i>μετρος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰσόμετρος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] [[κατά]] το [[μέτρο]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[σύμμετρος]], [[συμμετρικός]], αναλογικός<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις<br />(μσν.- αρχ.) [[ισομήκης]], [[ισομεγέθης]] («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — [[τίτλος]] έργου του Ζηνοδώρου<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμετρον</i><br /><b>πάπ.</b> [[άγαλμα]] που έχει φυσικές διαστάσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισομέτρως</i> και <i>ισόμετρα</i> (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)<br />σε ίσο [[μέτρο]]<br /><b>μσν.</b><br />συμμετρικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε ίσο βαθμό<br /><b>2.</b> με [[ισότητα]], [[χωρίς]] [[υποταγή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μετρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]]), [[πρβλ]]. [[κακό]]-<i>μετρος</i>, <i>μονό</i>-<i>μετρος</i>].
}}
}}

Revision as of 17:28, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόμετρος Medium diacritics: ἰσόμετρος Low diacritics: ισόμετρος Capitals: ΙΣΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: isómetros Transliteration B: isometros Transliteration C: isometros Beta Code: i)so/metros

English (LSJ)

ον,= ἰσομέτρητος, Ephipp.14.9, Palaeph.30; λίθοι, prob. in IG22.463.46; σφηνίσκος Sever. ap. Aët.7.92: c. dat., ἰ. τῇ προτέρᾳ δοῦναι προῖκα Just.Nov.97.5; of equal perimeter, περὶ ἰ. σχημάτων, title of work by Zenodorus; in the same latitude, Nech.in Cat.Cod.Astr.7.149: Subst., ἰσόμετρον, τό, life-size statue, τινος BCH 48.484 (Delos, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1265] gleich an Maaß, Ephipp. bei Ath. XI. 509 e u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἰσομέτρητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμετρος: -ον, = ἰσομέτρητος, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1, 9. - Ἐπίρρ. ἰσομέτρως, ἐν ἴσῳ μέτρῳ, Κύριλλ. Ἀλ. Ι, 637Α, Διδ. Ἀλ. 307Α, 393D.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσόμετρος, -ον)
1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο
2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός
μσν.
αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις
(μσν.- αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.)
αρχ.
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με κάποιον άλλο
2. ο όμοιας περιμέτρου με άλλον («Περὶ ἰσομέτρων σχημάτων» — τίτλος έργου του Ζηνοδώρου
3. αστρον. αυτός που έχει το ίδιο γεωγραφικό πλάτος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμετρον
πάπ. άγαλμα που έχει φυσικές διαστάσεις.
επίρρ...
ισομέτρως και ισόμετρα (ΑΜ ἰσομέτρως, Μ και ἰσόμετρα)
σε ίσο μέτρο
μσν.
συμμετρικά
αρχ.
1. σε ίσο βαθμό
2. με ισότητα, χωρίς υποταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. κακό-μετρος, μονό-μετρος].