ἦτρον: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1179.png Seite 1179]] τό ([[ἦτορ]]?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου [[τόπος]]. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. [[ἐντεριώνη]], Mark. – Nach Suid. auch [[κάλυμμα]] τῆς μήτρας. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1179.png Seite 1179]] τό ([[ἦτορ]]?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου [[τόπος]]. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. [[ἐντεριώνη]], Mark. – Nach Suid. auch [[κάλυμμα]] τῆς μήτρας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />bas-ventre.<br />'''Étymologie:''' [[ἦτορ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἦτρον''': τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν [[μέρος]], τὸ [[ὑπογάστριον]], ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου [[τόπος]], Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ [[κοιλία]] [[αὐτοῦ]], [[ἦτρον]] χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ [[ἐντεριώνη]] καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595. | |lstext='''ἦτρον''': τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν [[μέρος]], τὸ [[ὑπογάστριον]], ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου [[τόπος]], Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ [[κοιλία]] [[αὐτοῦ]], [[ἦτρον]] χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ [[ἐντεριώνη]] καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:30, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, A abdomen, esp. the lower part of it, Hp.Aph.2.35, Pl.Phd. 118a, X.An.4.7.15, D.54.11, Arist.HA493a19, Sor.1.24: metaph., belly of a pot, Ar.Th.509. II pith of a reed, Nic.Th.595.
German (Pape)
[Seite 1179] τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρθηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
bas-ventre.
Étymologie: ἦτορ.
Greek (Liddell-Scott)
ἦτρον: τό, τὸ ὑπὸ τὸν ὀμφαλὸν μέρος, τὸ ὑπογάστριον, ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ καὶ αἰδοίου τόπος, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Πλάτ. Φαίδωνι 118Α, Ξεν. Ἀν. 4. 7, 15, Δημ. 1260. 23, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 13, 1· μεταφ., ἐπὶ ἀγγείου, ἡ κοιλία αὐτοῦ, ἦτρον χύτρας Ἀριστοφ. Θεσμ. 509. II. ἡ ἐντεριώνη καλάμου, Νίκ. Θηρ. 595.
Greek Monolingual
ἦτρον, το (Α)
1. το υπογάστριο
2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου
3. η εντεριώνη, η ψίχα του καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. του αθέματου τ. ήτορ «καρδιά»].
Greek Monotonic
ἦτρον: τό, το μέρος κάτω από τον αφαλό, το υπογάστριο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἦτρον: τό
1) живот, брюшная полость (τὰ κάτω τοῦ ἤτρου Arst.): εἶχον θώρακας μέχρι τοῦ ἤτρου Xen. (халибы) имели (носили) броню до нижней части живота, т. е. закрывавшую живот; τὰ περὶ τὸ ἦ. Plat.; область живота;
2) (в сосудах), вздутие, полость, (τὸ ἦ. τῆς χύτρας Arph.).
Middle Liddell
ἦτρον, ου, τό,
the part below the navel, the abdomen, Plat., Xen., etc.