ἠπιόχειρ: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1175.png Seite 1175]] ειρος, mit schmerzstillender, heilender Hand, heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 8). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1175.png Seite 1175]] ειρος, mit schmerzstillender, heilender Hand, heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 8). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />dont la main adoucit, soulage.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[χείρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπιόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. | |lstext='''ἠπιόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:35, 2 October 2022
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, with soothing hand, AP9.525.8, prob. in Orph.H.23.8, 84.8.
German (Pape)
[Seite 1175] ειρος, mit schmerzstillender, heilender Hand, heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 8).
French (Bailly abrégé)
χειρος (ὁ, ἡ)
dont la main adoucit, soulage.
Étymologie: ἤπιος, χείρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπιόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, Ἀπόλλων Ἀνθ. Π. 9. 525, 8.
Greek Monolingual
ἠπιόχειρ, ὁ, ἡ και ἠπιόχειρος, -ον (Α)
αυτός, του οποίου το χέρι χαρίζει κατευνασμό και γαλήνη («ἠπιόχειρ Ἀπόλλων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + χειρ].
Greek Monotonic
ἠπιόχειρ: -ειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χέρι που καταπραΰνει, ανακουφίζει, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἠπιόχειρ: χειρος adj. чья рука дает успокоение, исцеляющий (Ἀπόλλων Anth.).