ἰχνηλάτης: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. [[ἰχνελάτης]]. Übertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1277.png Seite 1277]] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. [[ἰχνελάτης]]. Übertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui suit à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴχνος]], [[ἐλαύνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχνηλάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. [[ἰχνελάτης]] Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289. | |lstext='''ἰχνηλάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. [[ἰχνελάτης]] Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:35, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, tracker, (ἀληθείας) Plu.2.762b:—poet. ἰχνελάτης AP6.183 (Zos.), APl.4.289.
German (Pape)
[Seite 1277] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Übertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui suit à la piste.
Étymologie: ἴχνος, ἐλαύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. ἰχνελάτης Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289.
Greek Monolingual
ὁ (Α ἰχνηλάτης και ποιητ. τ. ἰχνελάτης)
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, ιχνευτής, ανιχνευτής (α. «ἰχνηλάτης ἀληθείας», Πλούτ.
β. «ιχνηλάτης σκύλος» — ο κυνηγετικός σκύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ποδηλάτης, χρυσηλάτης].
Russian (Dvoretsky)
ἰχνηλάτης: ου ὁ Plut. = ἰχνελάτης.