ὀφθαλμοφανής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ές, augenscheinlich, Strab. u. Sp., auch im adv., S. Emp. adv. phys. 1, 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0426.png Seite 426]] ές, augenscheinlich, Strab. u. Sp., auch im adv., S. Emp. adv. phys. 1, 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui se montre aux yeux, visible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[φαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφθαλμοφᾰνής''': -ές, ὁ φανερὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, [[ὁρατός]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, Στράβ. 75. Ἐπίρρ. -νως, Ἐβδ. (Ἐσθὴρ Θ΄, 13). | |lstext='''ὀφθαλμοφᾰνής''': -ές, ὁ φανερὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, [[ὁρατός]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, Στράβ. 75. Ἐπίρρ. -νως, Ἐβδ. (Ἐσθὴρ Θ΄, 13). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, apparent to the eye, visible, Arist.Fr.208; ἀργύριον ὀ. ἐναντίον . . μαρτύρων PHib.1.89.8 (iii B. C.); obvious, Str.2.1.18; ἔργον Aristox.Harm. p.41 M. Adv. -νῶς LXXEs.8.13, Ph.1.614, S.E.M.9.39, Cleom.2.6.
German (Pape)
[Seite 426] ές, augenscheinlich, Strab. u. Sp., auch im adv., S. Emp. adv. phys. 1, 39.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se montre aux yeux, visible.
Étymologie: ὀφθαλμός, φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοφᾰνής: -ές, ὁ φανερὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμούς, ὁρατός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 202, Στράβ. 75. Ἐπίρρ. -νως, Ἐβδ. (Ἐσθὴρ Θ΄, 13).
Greek Monolingual
-ές (Α ὀφθαλμοφανής, -ές)
1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός
2. καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς)
με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα
μσν.-αρχ.
σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα
αρχ.
με τα ίδια τα μάτια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. νυκτι-φανής].
Greek Monotonic
ὀφθαλμοφᾰνής: -ές (φαίνομαι), αυτός που είναι φανερός στο μάτι, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμοφᾰνής: бросающийся в глаза, заметный, видимый Arst.
Middle Liddell
ὀφθαλμο-φᾰνής, ές [φαίνομαι]
apparent to the eye, Strab.