ὀνηλάτης: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0346.png Seite 346]] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />ânier.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[ἐλαύνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92. | |lstext='''ὀνηλάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἐλαύνω]]) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) donkey-driver, muleteer, muleskinner, mule skinner, mule-driver, mule driver Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, PLond.1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.
German (Pape)
[Seite 346] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ânier.
Étymologie: ὄνος, ἐλαύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης)
οδηγός όνων, ονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνηλάτης: ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.