ὀτρυντύς: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ύος (ἡ) :<br />action de pousser, excitation.<br />'''Étymologie:''' [[ὀτρύνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀτρυντύς''': -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὄτρυνσις ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), «[[παρακέλευσις]], προτροπὴ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Τ. 234, 235, [ῡς, ῠος.] | |lstext='''ὀτρυντύς''': -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὄτρυνσις ([[ὅπερ]] δὲν ἀπαντᾷ), «[[παρακέλευσις]], προτροπὴ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Τ. 234, 235, [ῡς, ῠος.] | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 17:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ύος, ἡ, a cheering on, exhortation, Il.19.234,235, Antim.91. [ῡς, ῠος.]
German (Pape)
[Seite 405] ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
action de pousser, excitation.
Étymologie: ὀτρύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ὀτρυντύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὄτρυνσις (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), «παρακέλευσις, προτροπὴ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Τ. 234, 235, [ῡς, ῠος.]
English (Autenrieth)
ύος (ὀτρύνω): encouragement. (Il.)
Greek Monolingual
ὀτρυντύς, -ύος, ἡ (Α)
παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπή («μηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τύς (πρβλ. ορχησ-τύς)].
Greek Monotonic
ὀτρυντύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ, παρότρυνση, προτροπή, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀτρυντύς: (τῡ), ύος (ῠ) ἡ указание, приказ: ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος Hom. ожидая приказа.
Middle Liddell
a cheering on, exhortation, Il.