Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπάτη: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=u(pa/th
|Beta Code=u(pa/th
|Definition=(sc. [[χορδή]]), ἡ, [[the highest of the three strings]] which formed the framework of the musical [[scale]] (opp. [[νεάτη]], [[μέση]]), but the [[lowest]] in [[pitch]], <span class="bibl">Philol.6</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>443d</span>, etc.; αἱ ὑπάται [[the highest tetrachord]], Anon.<span class="title">Oxy.</span>667.16; <b class="b3">τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν</b> raising of pitch from the [[low notes]], Antyll. ap. <span class="bibl">Orib. 6.10.7</span>; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>11</span>; <b class="b3">ὑπάτη ὑπατῶν</b> ibid. (but ὑ. ὑπάτων <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>4</span>).
|Definition=(sc. [[χορδή]]), ἡ, [[the highest of the three strings]] which formed the framework of the musical [[scale]] (opp. [[νεάτη]], [[μέση]]), but the [[lowest]] in [[pitch]], <span class="bibl">Philol.6</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>443d</span>, etc.; αἱ ὑπάται [[the highest tetrachord]], Anon.<span class="title">Oxy.</span>667.16; <b class="b3">τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν</b> raising of pitch from the [[low notes]], Antyll. ap. <span class="bibl">Orib. 6.10.7</span>; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Harm.</span>11</span>; <b class="b3">ὑπάτη ὑπατῶν</b> ibid. (but ὑ. ὑπάτων <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>4</span>).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br />la dernière corde, la plus basse.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ [[μῆκος]]) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε [[μέση]], [[νεάτη]]), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. [[παρυπάτη]], καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, [[ἔνθα]] ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.
|lstext='''ὑπάτη''': (ἐξυπακ. [[χορδή]]), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ [[μῆκος]]) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε [[μέση]], [[νεάτη]]), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. [[παρυπάτη]], καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, [[ἔνθα]] ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[χορδή]];<br />la dernière corde, la plus basse.<br />'''Étymologie:''' [[ὕπατος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπᾰτη Medium diacritics: ὑπάτη Low diacritics: υπάτη Capitals: ΥΠΑΤΗ
Transliteration A: hypátē Transliteration B: hypatē Transliteration C: ypati Beta Code: u(pa/th

English (LSJ)

(sc. χορδή), ἡ, the highest of the three strings which formed the framework of the musical scale (opp. νεάτη, μέση), but the lowest in pitch, Philol.6, Pl.R.443d, etc.; αἱ ὑπάται the highest tetrachord, Anon.Oxy.667.16; τὴν ἀπὸ τῶν ὑπάτων . . ἐπίτασιν raising of pitch from the low notes, Antyll. ap. Orib. 6.10.7; τὸ βομβυκέστερον τῶν ὑπατῶν Nicom.Harm.11; ὑπάτη ὑπατῶν ibid. (but ὑ. ὑπάτων Cleonid.Harm.4).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
s.e. χορδή;
la dernière corde, la plus basse.
Étymologie: ὕπατος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ ὑψίστη ἢ μεγίστη (κατὰ τὸ μῆκος) χορδὴ ἀλλὰ κατωτάτη κατὰ τὴν ὀξύτητα τοῦ τόνου ἐκ τῶν τριῶν χορδῶν, αἵτινες ἀπετέλουν τὴν Ἑλληνικὴν μουσικὴν κλίμακα (ἴδε μέση, νεάτη), Πλάτ. Πολ. 443D, κλπ., πρβλ. παρυπάτη, καὶ ἴδε Chapell Anc Mus. σ. 36. - Ἴδε Γ. Κατζιδάκι Βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 532, ἔνθα ἡ γενικ. πληθ. ὑπατῶν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ενν. χορδή) η μεγαλύτερη σε μήκος ή η υψηλότερη χορδή της λύρας, αλλά και η κατώτατη ως προς την οξύτητα του τόνου από τις τρεις χορδές που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ὑπάτη (χορδή) του επιθ. ὕπατος.

Greek Monotonic

ὑπάτη: (ενν. χορδή), ἡ, η χαμηλότερη νότα των τριών που αποτελούσαν την ελληνική μουσική κλίμακα (βλ. μέση, νεάτη), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάτη: (ᾰ) ἡ (sc. χορδή) крайняя струна (дававшая самый низкий тон) Plat., Anth.

Middle Liddell


(sc. χορδή), the lowest note of the three which formed the Gr. scale (v. μέση, νεάτἠ, Plat.