ὄχησις: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se faire voiturer <i>ou</i> transporter.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
|lstext='''ὄχησις''': ἡ, ([[ὀχέω]]) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς [[σκέλος]] κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se faire voiturer <i>ou</i> transporter.<br />'''Étymologie:''' [[ὀχέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:09, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄχησις Medium diacritics: ὄχησις Low diacritics: όχησις Capitals: ΟΧΗΣΙΣ
Transliteration A: óchēsis Transliteration B: ochēsis Transliteration C: ochisis Beta Code: o)/xhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, a being carried, Pl.Ti.89a (pl.), Arist.Ph.243a17; ἵππων ὀχήσεις riding, Pl.R.452c, cf. Phld.Rh.2.197 S.; τὴν ὄχησιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Str.1.3.12; ἡ ὄ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, of lame people, the weight is thrown on the good leg, in walking, Hp. Art.52.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, das Fahren, Reiten; ἵππων, Plat. Rep. V, 452 c; ὄχησιν ποιεῖσθαι, = ὀχεῖσθαι, Strab.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se faire voiturer ou transporter.
Étymologie: ὀχέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὄχησις: ἡ, (ὀχέω) τὸ φέρειν, μεταφέρειν, μεταβίβασις, Πλάτ. Τίμ. 89Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) τὸ μεταφέρεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 6· ἵππων ὀχήσεις, ἱππασίας, Πλάτ. Πολ. 452C· ὄχησιν ποιεῖσθαι = ὀχεῖσθαι, Στράβ. 155· ἡ ὄχ. πλείστη ἐπὶ τοῦ ὑγιέος σκέλεος, ἐπὶ χωλῶν, τὸ βάρος τοῦ σώματος ῥίπτεται εἰς τὸ ὑγιὲς σκέλος κατὰ τὸ βάδισμα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819.

Greek Monotonic

ὄχησις: ἡ (ὀχέω),
I. μεταφορά, σε Πλάτ.
II. (από Παθ.) το να μεταφέρεται κάποιος· ἵππων ὀχήσεις, ιππασία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὄχησις: εως ἡ
1) перевозка, перетаскивание Plat.;
2) езда: ἵππων ὀχήσεις Plat. езда на лошадях.

Middle Liddell

ὄχησις, εως, ὀχέω
I. a bearing, carrying, Plat.
II. (from Pass.) a being carried, ἵππων ὀχήσεις riding, Plat.